Η επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η επανεκκίνηση του καθενός μας
Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Αυτή τη στιγμή, μετά την τυπική έξοδο από το Μνημόνιο υπάρχουν διαπιστωμένα δύο Ελλάδες: Αυτή που άντεξε και αυτή που κατέρρευσε.
Μετά τις εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον τομέα της Οικονομίας που αποτελεί πάντα τον πρωταρχικό παράγοντα της ανάτασης και της ανάπτυξης, ήταν προετοιμασμένος και είχε από την αρχή ένα σχέδιο στο μυαλό του και αυτό υλοποιεί. Και καλώς ή κακώς, είτε συμφωνεί κάποιος με αυτό είτε διαφωνεί για να πάρει μπροστά η μεσαία τάξη που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας το σχέδιο αυτό πρέπει να πετύχει.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, κατάφερε και αυτό είναι θετικό να ηρεμήσει τον ελληνικό λαό από την ψυχολογική πίεση που νοιώθαμε όλοι επί ΣΥΡΙΖΑ και είχε επιβληθεί χωρίς καμία λογική και προφανή λόγο.
Έχει αρχίσει να φαίνεται ότι πράγματι μπορούν να γίνουν κάποια θετικά βήματα στο επίπεδο της καθημερινότητας, των επενδύσεων, της γραφειοκρατίας. Με το σχέδιο αυτό έως σήμερα, τέσσερις μήνες μετά, βλέπουμε την αλλαγή του κλίματος που έφερε την προσδοκία, αλλά ακόμη δεν υπάρχει αποτέλεσμα.
Η ψυχολογία της προσδοκίας, όμως, δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Η επικοινωνιακή στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη κινείται με τεράστια ταχύτητα οπότε η μετάβαση από το άγχος στην προσδοκία είναι σύντομη. Το ίδιο σύντομη πρέπει να είναι και η μετάβαση στην επόμενη φάση αυτή του αποτελέσματος αλλιώς η προσδοκία θα μετατραπεί σε απογοήτευση.
Η επιστροφή στην κανονικότητα της οικονομίας απαιτεί αποτελεσματικότητα στην τσέπη του καθενός ξεχωριστά. Και κακά τα ψέμματα, η ανάταση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις τράπεζες.
Άρα, η μετεξέλιξη της προσδοκίας σε απτό οικονομικό αποτέλεσμα περνάει υποχρεωτικά μόνο μέσα από την ουσιαστική μείωση του προσωπικού δανεισμού των πολιτών.
Σε αντίθετη περίπτωση κανείς δεν μπορεί να σκεφθεί την επανεκκίνηση όταν δε μπορεί να κοιμηθεί από το άγχος ή όταν έχει περάσει σε επίπεδο αναισθησίας και πιστεύει πως ότι σου ανήκει το έχει ήδη χάσει.
Μόνο η ρευστότητα στην αγορά μπορεί να αποτελέσει το σίγουρο δρόμο προς την ανάκαμψη και αυτό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις περικοπές των οφειλών στις Τράπεζες, είτε είσαι συνεπής είτε είσαι ασυνεπής.
Ιδίως μετά το πρώτο σοβαρό λάθος που έκανε η κυβέρνηση καθώς δεν παρέτεινε το καθεστώς των 120 δόσεων μέχρι το τέλος του χρόνου.
Οι τράπεζες, λοιπόν, πρέπει να επωμισθούν το μερίδιο της «χασούρας» που τους αναλογεί. Όλοι οι Έλληνες χάσαμε, άρα δεν μπορεί να μη χάσουν και οι τράπεζες αναλογικά.
Η επόμενη απαραίτητη λύση είναι ο μηδενισμός των εγγραφών της κρίσης στον Τειρεσία.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι ένα σημαντικό όπλο όμως στους μικρούς τζίρους των μεσαίων επιχειρήσεων φαντάζει συμβολική. Θα πρέπει άμεσα να μειωθεί η προκαταβολή φόρου και από το 100% να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα του 50%.
Παράλληλα, πρέπει οι παραγραφές προς το δημόσιο από 5ετία να γίνουν τριετία.
Εάν δεν γίνουν όλα αυτά, τότε η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική λύση που μπορεί να δρομολογηθεί είναι η δυνατότητα προσωπικής και επιχειρηματικής πτώχευσης μα ακαριαίο τρόπο για να ξεπεραστούν οι αγκυλώσεις που υπάρχουν.
Θυμίζω, μιας και το επιτελικό κράτος αντιγράφει σε πάρα πολλά τις ΗΠΑ ότι εκεί υπάρχει η δυνατότητα στον κάθε πολίτη να πτωχεύσει δύο φορές ως φυσικό πρόσωπο και δυο φορές ως επιχειρηματίας.
Γιατί πάρα πολύ απλά όλοι στην κοινωνία δικαιούνται τουλάχιστον μια δεύτερη ευκαιρία.
Τέλος, τα περί οικοδομής είναι καλά μόνο για τους εργολάβους. Εφόσον, δεν ληφθούν οι γενναίες αποφάσεις που περιγράψαμε, κανείς δεν πρόκειται να ξοδέψει από το κρυφό του κομπόδεμα.
Συμπερασματικά, αν δεν υλοποιηθούν κάποιες από τις προαναφερόμενες προτάσεις τότε η προσδοκία της πρώτης φάσης θα γίνει απογοήτευση.
Συνεπώς τολμήστε. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχετε το περιθώριο. Αν δεν τολμήσετε θα φταίτε μόνο εσείς.
Στο δεύτερο μέρος, Εξωτερική Πολιτική