Γράφει ο Γιώργος-Μαρίνος Παπανικολάου
Την ίδια ώρα που στην Ελλάδα κορυφώνεται η προεκλογική αντιπαράθεση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δημιουργώντας τριγμούς στην οικονομία και κατά συνέπεια και στη διπλωματική και αμυντική ισχύ της χώρας, η Τουρκία παγιώνεται καθημερινά ως περιφερειακή υπερδύναμη της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Σαφώς και η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα δεν είναι η αιτία συνεχούς ισχυροποίησης της γείτονας χώρας, όμως καθιστά σημαντικό παράγοντα στο να χαρακτηρίζεται η Τουρκία ως νησίδα σταθερότητας και ισχύος στη περιοχή. Μπορεί η κυβέρνηση Ερντογάν να έχει περάσει από σαράντα κύματα με σφοδρές διαδηλώσεις από την αντιπολίτευση και σκάνδαλα διαφθοράς, που αγγίζουν και τον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο και τους κοντινούς του ανθρώπους, όμως συνεχίζει να ισχυροποιείται συνεχώς.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και οι συνεργάτες του διεξάγουν μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού της Τουρκίας. Η προσπάθεια εστιάζεται πλέον ξεκάθαρα στην απομάκρυνση όλων των συμβόλων της κοσμικής και μεταρρυθμιστικής κληρονομιάς του ιδρυτή της χώρας Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτό γίνεται δυνατό χάρη στην απομάκρυνση των κεμαλικών-κοσμικών αξιωματικών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων τα προηγούμενα χρόνια, αφού σε καμία άλλη περίπτωση δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο. Η άλωση του κρατικού μηχανισμού με στελέχη φιλικά προσκείμενα προς τον Ερντογάν, έγινε σταδιακά και συστηματικά. Πλέον το τουρκικό κράτος είναι απόλυτα ελεγχόμενο από τον «σουλτάνο» Ερντογάν, ενώ το ίδιο συμβαίνει και την νέα οικονομική ελίτ, που έχει αναδυθεί χάρη στον ίδιο. Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι αυθαιρεσίες απέναντι σε όσους διαφωνούν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τις τακτικές του Πούτιν στη Ρωσία. Παράλληλα οι συνεχείς προκλήσεις σε Αιγαίο και Κύπρο δείχνουν τη πρόθεση της Τουρκίας να σταθεί μόνη εναντίον όλων. Επιπλέον, η ανοχή αν όχι το κλείσιμο του ματιού πονηρά προς τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως η Χαμάζ και το Ισλαμικό Χαλιφάτο, περνούν απαρατήρητες από τη Δύση, που σφυρίζει αδιάφορα. Η Τουρκία μετατρέπεται μεν σε κράτος ταραξία αλλά με ισχυρή οικονομική και διπλωματική επιρροή στη περιοχή, αναγκάζοντας τη Δύση να κάνει τα στραβά μάτια. Αντίθετα στην από εδώ όχθη η θέση της Ελλάδας στο διεθνές προσκήνιο υποχωρεί ραγδαία για άλλη μια φορά μετά το 2010, όταν βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση. Η πραγματικότητα δείχνει, ότι τόσο στην Ενωμένη Ευρώπη όσο και στους διεθνείς οργανισμούς δεν υπάρχει η έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών αλλά η έννοια του συμφέροντος. Μια πιθανή αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα, θέτει σε προτεραιότητα την εξασφάλιση της αποπληρωμής του χρέους, δηλαδή την εξασφάλιση των επενδύσεων των φίλων και συμμάχων στο σχέδιο διάσωσης της ελληνικής οικονομίας.
Είναι γεγονός, ότι απέναντι της η Ελλάδα έχει ένα λιοντάρι, ενώ η ίδια βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σαν καχεκτικό θήραμα. Η επιτυχία της Τουρκίας βρίσκεται στο γεγονός, ότι έχει στο τιμόνι έναν ισχυρό και φιλόδοξο άνδρα με εξαιρετικούς και πιστούς συνεργάτες, όπως ο νυν τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου δεν είναι ένας τυπικός πολιτικός. Υπήρξε ο αρχιτέκτονας και θεωρητικός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, έχοντας προϋπηρεσία ως ακαδημαϊκός και διπλωμάτης καριέρας. Αυτή είναι και μια θεμελιώδης και δομική διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα. Στην Ελλάδα μετά τις εκλογές υπουργός εξωτερικών θα αναλάβει κατά πάσα πιθανότητα το Νο2 ή Νο3 του κόμματος, που θα κερδίσει τις εκλογές, όπου πολύ πιθανόν ο άνθρωπος αυτός να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τη διεθνή πολιτική. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο στη διαφορά υπεροχής της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας. Επιπρόσθετα, η εθνική στρατηγική της Τουρκίας είναι συγκεκριμένη και εφαρμόζεται συστηματικά, ενώ στην Ελλάδα ο καινούργιος ΥΠΕΞ κάθε φορά θα προσθέσει το δικό του λιθαράκι, ενώ οι διαμάχες κυβέρνησης – αντιπολίτευσης προσαρμόζουν την πορεία της χώρας αδιαφορώντας για τις συνέπειες από τις στραβοτιμονιές.
Συμπεράνουμε λοιπόν, ότι η εθνική συνεννόηση για τα κρίσιμα εθνικά θέματα πρέπει να είναι απαραίτητη ανεξάρτητα των πολιτικών εξελίξεων. Οι προκλήσεις στη συνεχώς μεταβαλλόμενη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου θα πρέπει να λειτουργήσουν ως αφορμή για πολιτική ωριμότητα των πολιτικών δυνάμεων της χώρας αλλά και των πολιτών, αφού πολλές φορές οι ψηφοφόροι επηρεάζουν σημαντικά την ατζέντα των κομμάτων. Απέναντι της η Ελλάδα έχει μια Τουρκία πιο επικίνδυνη από ποτέ. Είναι κατανοητό και στον πιο αδαή, ότι η ισχύς μια χώρας δεν μετράται αποκλειστικά σε αριθμούς αρμάτων μάχης και υποβρυχίων, αλλά σε αριθμούς της οικονομίας. Η Ελλάδα είναι γεγονός, ότι βρίσκεται πολύ πίσω στους αριθμούς σε σχέση με την Τουρκία. Αν οι πολιτικοί της χώρας επιτρέψουν να μην υπάρχει κοινή εθνική στρατηγική, η πλάστιγγα θα συνεχίσει να γέρνει περισσότερο υπέρ των Τούρκων. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως η Τουρκία έχει μάθει να παίρνει αυτό, που θέλει, μπορούμε πολύ εύκολα να φανταστούμε, ποιος θα είναι ο χαμένος και ποιος ο νικητής σε μια ελληνοτουρκική διαμάχη.