Για την ιδιότητα μου ως αποφοίτου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας είχα ξαναγράψει όταν ζήτησα από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο να στρωθεί στο διάβασμα. (Σίμο, στρώσε τον κώλο σου στο διάβασμα!)
Με αυτή την ιδιότητα λοιπόν, όταν πήγα να συνεχίσω τις σπουδές μου στις ΗΠΑ, μου έδωσαν το nickname «o Δάσκαλος», αν και τελικά δεν βρήκα την υπομονή να ασχοληθώ με την εκπαίδευση και η πλάστιγγα της ζωής μου έγειρε στην επικοινωνία. Θαύμαζα όμως και εξακολουθώ να θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι πραγματικοί δάσκαλοι, σε όλες τις βαθμίδες της εκπάιδευσης. Όσο λίγοι κι αν είναι καταφέρνουν πάντα να κάνουν τη διαφορά.
Όμως ο καλός δάσκαλος για να βγάλει τον καλό μαθητή, πρέπει να έχει και τις κατάλληλες συνθήκες. Δυστυχώς τα σχολεία στην Ελλάδα έγιναν εργαστήρια πειραμάτων για πολιτικές που δεν απέδωσαν τίποτα και είχαν ως μόνο αποτέλεσμα να χαθεί η αξία της προσπάθειας και της διάκρισης. Την ώρα που η ελληνική κοινωνία έφτανε στο ζενίθ του αχαλίνωτου καταναλωτισμού, στα σχολεία της η ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης έφτανε στο ναδίρ. Έφθασαν να μπαίνουν φοιτητές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με βαθμούς 2 και 3.
Για το τι σήμαινε αυτό, θα σας δώσω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στην εταιρεία μου θέλαμε πάντα να δίνουμε ευκαιρίες σε νέα παιδιά. Έρχονταν λοιπόν για πρακτική άσκηση τελειόφοιτοι του τμήματος Δημοσίων Σχέσεων του ΤΕΙ Καστοριάς. Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν μπορούσαμε ούτε καν να επικοινωνήσουμε, πόσο μάλλον να ενταχθούν οργανικά στην εταιρεία. Οι λίγες εξαιρέσεις αποδείχθηκαν πως ήταν αυτοί που είχαν μπει με αξιοπρεπείς βαθμούς, ενώ όσοι εκπροσωπούσαν τον κανόνα είχαν μονοψήφιους βαθμούς εισαγωγής. Είναι μια αλήθεια αυτή.
Το παιδί και ο έφηβος μαθαίνει ή τουλάχιστον πρέπει να μαθαίνει πώς να γίνεται καλύτερος και όχι πώς να βρει μια πόρτα ανοιχτή για να χωθεί. Αυτό το στοίχημα έχει χαθεί από την ελληνική εκπαίδευση, η οποία θα πρέπει να ανασυγκροτηθεί από την αρχή, από το άλφα.
Η βάση του 10 έγινε θέμα έντονων αντιπαραθέσεων. Θεσπίστηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή. Καταργήθηκε από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Μαθαίνω πως η σημερινή κυβέρνηση το ξανασυζητάει. Πιστεύω ότι καλά κάνει και το συζητάει διότι δείχνει έτσι πως η κοινή λογική επέστρεψε στο Υπουργείο Παιδείας.
Στην πραγματικότητα το θέμα δεν κρίθηκε ποτέ με εκπαιδευτικούς όρους. Έγινε αντικείμενο μικροπολιτικής και μικροσυμφερόντων τοπικών κοινωνιών που ζούσαν από τους φοιτητές του τοπικού ΤΕΙ. Με τη βάση του 10 οι φοιτητές ήταν λιγότεροι και η πίεση στο πολιτικό σύστημα μεγάλη για κατάργησή του.
Φτάνει μόνο η βάση του 10 για να αλλάξει την κατάσταση στην παιδεία; Όχι δεν φτάνει. Αλλά από κάπου πρέπει να βγαίνει ένας συμβολισμός της πολιτικής κατεύθυνσης. Πάμε για «σχολεία – χημεία» όπως λένε τα ίδια τα παιδιά στη νεολαιίστικη αργκό ή για σχολεία με τάξη και ποιότητα; Πάμε για σύγχρονα Πανεπιστήμια ή πάμε για πανεπιστήμια που είναι πιο εύκολο να διασυνδεθούν με UFO, (Πιθανότερη η διασύνδεση των ελληνικών ΑΕΙ με τα UFO, παρά με την αγορά) όπως έγραψε προχθές ο Grecus, παρά με την αγορά εργασίας;
Αντί όμως για μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, αρχίζει πάλι μια παραφιλολογία πως έτσι θα ενισχυθούν τα ιδιωτικά ΙΕΚ και τα κολέγια. Κατασκευάζεται κάθε φορά ένας «μπαμπούλας» και κρύβονται πίσω του όλες οι παθογένειες της εκπαίδευσης.
Το πρόβλημα δεν είναι αν θα υπάρχουν Πανεπιστήμια, το πρόβλημα είναι αν θα υπάρχουν καλά ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Μακάρι να ερχόταν στην Αθήνα το Harvard και το MIT, διότι θα δημιουργούσαν τον ανταγωνισμό που θα έκανε καλύτερα και τα δημόσια Πανεπιστήμια.
Όμως στην Ελλάδα της ευκολίας και της μετριοκρατίας, ο ανταγωνισμός είναι λέξη που αν τολμήσεις να την προφέρεις, μετά σε απειλούν πως θα σου βάλουν «πιπέρι στο στόμα». Ειδικά αν είσαι και κανένας φιλότιμος δάσκαλος!
ΥΓ: Για να είμαι δίκαιος, εξ όσων θυμάμαι, υπέρμαχος της κατάργησης της βάσης του 10 στην κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν ο Γιάννης Πανάρετος, ο οποίος χρησιμοποιώντας το προσωπικό του blog υποστήριζε μετά μανίας πως η βαθμολογική “βάση του 10 δεν έχει λόγο ύπαρξης” και παρέσυρε στη θέση αυτή ολόκληρη την τότε κυβέρνηση. Είδατε τι κάνει το blogging;