Το περιστατικό βίας έναντι βουλευτή του Σύριζα προβληματίζει και δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για τον κίνδυνο ενός «ακήρυχτου πολέμου» βίαιων αντιποίνων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Χρυσής Αυγής.
Όσο και αν καταγγέλλει ο παθών βουλευτής -που εμείς δεν έχουμε λόγο να το αμφισβητήσουμε- πως τα άτομα που του επιτεθήκαν ήταν μέλη της Χρυσής Αυγής, δεν μπορούμε να αποδώσουμε συλλογικές ευθύνες σε ένα συγκεκριμένο κόμμα, υποκαθιστώντας τον ρόλο της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Μάλιστα, όταν η ηγεσία της Χρυσής Αυγής -τουλάχιστον δημοσίως- αποκηρύσσει αυτές τις πράξεις ως μη έχουσες σχέση μαζί της, πρέπει να ομολογήσουμε πως είναι κάτι που αντιθέτως δεν μας έχει συνηθίσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε παρελθόντα περιστατικά βίας που του χρεώνουν και δεν τα αποκήρυξε ποτέ.
Βεβαία, όταν κάποιος δεν εκτελεί μια πράξη βίας ο ίδιος αλλά η ρητορική μίσους που εξαπολύει κατά των αντιπάλων του συμβάλλει στην εκδίπλωση τέτοιων φαινομένων, δεν είναι τόσο εύκολο να αποποιηθεί πλήρως των ευθυνών του αν πρώτα δεν πάρει έμπρακτα αποστάσεις από ό,τι του καταλογίζεται. Φυσικά η προηγούμενη πρόταση έχει διπλή ανάγνωση τόσο για την αριστερή όσο και για την δεξιά βία. Παρόλα αυτά, μέχρι πρόσφατα, η δεξιά βία πιο εύκολα στηλιτευόταν λήγω την ιδεολογικής ηγεμονίας του κεντροαριστερού λόγου στην Ελλάδα.
Το μεταπολιτευτικό καθεστώς παρείχε ένα είδος ιδεολογικής αποενοχοποίησης προς την αριστερή παραβατικότητα, στον όνομα των εξισωτικών ιδανικών που θεωρούνταν ασυγκρίτως ανώτερα από αυτά της δεξιάς αντιδραστικής ιδεολογίας. Έτσι, λοιπόν, η κεντροαριστερή ιδεολογική ηγεμονία ανέχτηκε την ανάπτυξη ενός χώρου υπέρ της δικαιολόγησης της αριστερής βίας ως το λιγότερο κακό αν όχι το αναγκαίο κακό για κάποιους όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το να αντιστραφούν οι όροι απενοχοποίησης της βίας των άκρων κατά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η λύση. Μπορεί κάτι τέτοιο να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Το χαμήλωμα των τόνων είναι αυτό που είναι αναγκαίο τούτη τη στιγμή και όχι επικοινωνιακά παιχνίδια που μπορεί να οπλίσουν χέρια. Η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται είναι το μόνο ανάχωμα στην άνομη και τυφλή βία.
Είτε λοιπόν στρέφεται κατά των παράνομων μεταναστών, είτε στοχοποιεί τη διεφθαρμένη πολιτική και οικονομική ελίτ, δεν επιτρέπεται να παραχωρήσουμε το αγαθό της τάξης στους αυτοδικαιωνόμενους «σωτήρες» είτε της ακροδεξιάς, είτε της ακροαριστεράς.