Γράφει ο Κων/νος Μανίκας,
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Μέσα σε κάτι παραπάνω από τέσσερις μήνες η εκλογική μοίρα της ρητορικής και συναισθηματικής μνημονιακής απέκδυσης μας έφερε αντιμέτωπους με σχήματα λόγου και συμπεριφορικές νόρμες που δεν κινούνταν μόνο στον ιντριγκαδόρικο κόσμο του αντισυμβατικού. Η αλαζονεία, η υπεροψία, η εξουσιομανία, η υπερφίαλη ελαφρότητα και η σαφήνεια της ασάφειας ήταν ένα ελάχιστο δείγμα δημιουργικής παραπλάνησης της κοινωνίας κι ως τέτοιο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό με τη μορφή του απευκταίου υποδείγματος.
Σε αυτά όμως προστέθηκαν και οι αναμενόμενες ιδεοληπτικές εμμονές που μετέτρεψαν τον δημόσιο διάλογο σε μια μάχη αποτροπής του ρεαλισμού, σε μια ιδεολογική ρεβάνς που εκτείνεται σε όλο το εύρος των ζητημάτων. Από την οικονομία όπου τίθενται ερωτήματα που ουσιαστικά αφορούν το 2010 και αναζητούνται ανύπαρκτες απαντήσεις στο 2015, αναπαράγοντας γοργά το τότε σκηνικό, μέχρι τον μακροπρόθεσμο διπλωματικό σχεδιασμό που αντιμετωπίζεται ως βραχυπρόθεσμη τακτοποίηση γεγονότων. Από την χαλαρή δημόσια τάξη έως την εξισωτική εκπαίδευση.
Μια χωματερή ανερμάτιστων ιδεοληψιών πνίγει στη δυσωδία της τιμωρητικής αυθεντίας της κάθε φωνή διαφωνούντα. Επιζητεί πιστοποιητικά φρονημάτων, εχέγγυα καλλιτεχνικής επαναστατικής συνέπειας, κούρδισμα και ταυτοποίηση κάθε σκέψης με την αδιαμφισβήτητη μοναδική αλήθεια που πρεσβεύει. Τα «σκουπίδια» δεν επιχειρείται να κρυφτούν. Προβάλλονται ως δημοκρατικό κεκτημένο αυτοδιάθεσης και κατακτούν την δική τους ξεχωριστή θέση στο κυβερνητικό οπλοστάσιο.
Η μετατροπή του Ελληνικού σε… διαμετακομιστικό κόμβο σκουπιδιών δεν είναι παρά το αποκορύφωμα μιας τυφλότητας πολύ πιο σημαντικής από αυτή της όρασης. Την τυφλότητα του νου που συμβιβάζεται με το ελάχιστο επειδή απεχθάνεται τις συνέπειες του μέγιστου. Το όραμα μιας ελληνικής Ριβιέρα δεν συνάδει με τον μίζερο εθνικό καταναγκασμό. Γι’ αυτό και η ολοκλήρωση του δεν αποκλείεται να σκοντάψει σε πολεοδομικές αναιρέσεις αντίστοιχες του Αστέρα Βουλιαγμένης βολεύοντας πίσω από την υποκρισία μιας Αττικής ακτογραμμής καταπατημένης από την… ολιγαρχία, το μήνυμα της δημόσιας περιουσιακής απαξίωσης.
Το κυβερνητικό χωνευτήρι ιδεολογικών παρεκκλίσεων πολτοποιεί κάθε δημιουργική προσπάθεια χωρίς ενοχές, θέτοντας ως προμετωπίδα των επιλογών της την αξιακή ισοπέδωση της ουσιαστικής διαφορετικότητας. Όλα αυτά βέβαια δεν θα είχαν και ιδιαίτερη σημασία για τους περισσότερους πολίτες (εθισμένους στο φθόνο του πλούτου και την δαιμονοποίηση του κεφαλαίου) αν δεν αποτελούσαν κεντρική στόχευση σε μια περίοδο όπου η χώρα χάνει το τρένο της ανάκαμψης προσποιούμενη ότι διαπραγματεύεται με τους εταίρους ενώ επί της ουσίας αναπροσαρμόζει τους στόχους στα οικτρά οικονομικά δεδομένα των τελευταίων μηνών.
Το χαμένο τρένο που ο Βαρουφάκης χαρακτηρίζει πρόσκαιρο κόστος χωρίς βέβαια να εξηγεί πως και πότε θα καλυφθεί αφού δεν προβλέπονται πουθενά υψηλότεροι, από το προβλεπόμενο, ρυθμοί ανάπτυξης για κανένα από τα επόμενα χρόνια.