Γράφει ο Παντελής Καρύκας
Στις 10 Αυγούστου 1914 προτάθηκε στην Ελλάδα από τους Συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ (Βρετανούς, Γάλλους και Ρώσους) η παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ως αντάλλαγμα για να μην πολεμήσει, η Βουλγαρία, υπέρ της Γερμανίας. Η πρόταση αυτή προέβλεπε την σύσταση κοινού μετώπου των βαλκανικών χωρών. Ως δέλεαρ η κάθε συμμετέχουσα χώρα θα ελάμβανε εδάφη. Η Σερβία θα έπαιρνε τη Βοσνία, η Ρουμανία την Τρασυλβανία, η Βουλγαρία μέρος της ελληνικής Μακεδονίας και η Ελλάδα τμήμα της Βορείου Ηπείρου ή κάποια άλλα ελληνικά εδάφη, στην Ιωνία. Η συγκεκριμένη πρόταση ήταν εξ αρχής εν γνώσει του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος αν δεν την αποδέχτηκε επίσημα – τότε – επίσης και δεν την απέρριψε.
Δύο ημέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου, ο Βενιζέλος είχε επαφές με τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε πως η Γαλλία δεν είχε αντίρρηση να παραμείνει η Ελλάδα ουδέτερη, για όσο διάστημα θα παρέμενε και η Τουρκία ουδέτερη. Ο δε Βενιζέλος πρότεινε στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ, την αποδοχή της Ελλάδας στην συμμαχία, σε περίπτωση που η Τουρκία θα συνασπίζονταν με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Οι σύμμαχοι της ΑΝΤΑΝΤ αποδέχθηκαν την ελληνική πρόταση, για συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, σε περίπτωση εξόδου και της Τουρκίας σε αυτόν, αλλά δε αποδέχονταν την Ελλάδα, ως μέλος της ΑΝΤΑΝΤ. Οι Ρώσοι, ειδικά, οι οποίοι έβλεπαν με μεγάλη συμπάθεια τη Βουλγαρία και ευχαρίστως θα προτιμούσαν αυτή μέλος της ΑΝΤΑΝΤ, παρά την Ελλάδα.
Στις 29 Οκτωβρίου 1914 η Τουρκία έμπαινε στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σκέψη προσχώρησης της Βουλγαρίας στην ΑΝΤΑΝΤ επανέκαμψε στο προσκήνιο επίσης δυναμικά. Η Ρωσία, αυτή τη φορά, πίεσε ιδιαιτέρως προς αυτή την κατεύθυνση, απαιτώντας την παραχώρηση στη Βουλγαρία, της γραμμής Αίνος – Μηδεία, στην Ανατολική Θράκη, αλλά και τα μακεδονικά εδάφη που της είχαν δοθεί με τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και της είχαν αφαιρεθεί με τη συνθήκη του Βερολίνου. Ουσιαστικά οι Ρώσοι ζητούσαν την δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας, εις βάρος της Σερβίας, η οποία θα έχανε την περιοχής Σκοπίων – Μοναστηρίου, της Ρουμανίας, που θα έχανε την περιοχή της Δοβρουτσάς και της Ελλάδας, η οποία θα ήταν η μεγάλη χαμένη της υπόθεσης, αφού και θα παραχωρούσε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας. Στο μεταξύ στην Αθήνα, η δημοσιοποίηση των συμμαχικών διαβημάτων, προκάλεσε σάλο στην κοινή γνώμη. Όλος ο τύπος, ανεξάρτητα, πολιτικής τοποθέτησης, καταδίκασε τις συμμαχικές πιέσεις.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1914 οι πρέσβεις και των τριών μεγάλων δυνάμεων κατέθεσαν επίσημο, έντονο διάβημα στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του και πάλι την παραχώρηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Και πάλι όμως η στρατιωτική κατάσταση, μετέβαλε τα δεδομένα.
Τις πρώτες μέρες του 1915, οι Σύμμαχοι επανήλθαν, με νέα «διαπραγματευτικά ατού» στα χέρια τους. Θα υπόσχονταν στην Ελλάδα «κάποια» εδάφη στη Μικρά Ασία, ή τη Βόρεια Ήπειρο, εφόσον αυτό δεν δυσαρεστούσε την Ιταλία, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών, Ντελκασέ, με καθόλου διπλωματικό τρόπο δήλωσε ότι δεν θεωρούσε απαραίτητη τη συγκατάθεση της Ελλάδας και της Σερβίας.
Η ΑΝΤΑΝΤ θα έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία και να παραχωρήσει τη Μακεδονία στους Βούλγαρους, ώστε αυτοί να επιτεθούν στους Τούρκους, ανοίγοντας ένα νέο θρακικό μέτωπο. Ως αντίδωρα θα παραχωρούσαν στη Σερβία αυστροκρατούμενα εδάφη και στην Ελλάδα «κάτι» στη Μικρά Ασία.
Ο πρωτοφανής κυνισμός των Γάλλων, των υπερμάχων της δημοκρατίας, προκαλεί πράγματι εντύπωση. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση προκαλεί η αποδοχή τελικά του συμμαχικού σχεδίου από την ελληνική κυβέρνηση. Στα τέλη Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος έσπευσε στα ανάκτορα για να συναντήσει τον Κωνσταντίνο.
Εκεί εξέθεσε στον βασιλιά τα έως τότε γεγονότα και του είπε ότι το συμφέρον της χώρας απαιτούσε συνεργασία με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, και ότι, όσο οδυνηρό και αν το θεωρούσε, δεν θα δίσταζε να συμβουλέψει παραχώρηση της Καβάλας, για να σωθεί ο ελληνισμός της Ιωνίας, όπως είπε. Ο Κωνσταντίνος εξέφρασε αντιρρήσεις. Ο Βενιζέλος όμως είχε ήδη χαράξει την πολιτική του και την πολιτική της χώρας, όπως ο ίδιος θεωρούσε ότι ήταν ορθή.
Στις 26 Ιανουαρίου 1915 ο Βενιζέλος ευχαρίστησε δημόσια την ΑΝΤΑΝΤ, για τις παραχωρήσεις που θα έκανε στην Ελλάδα και πρότεινε την αποστολή συμμαχικών δυνάμεων, τις οποίες θα ενίσχυαν ελληνικές, στη Θεσσαλονίκη, ως μέσο πίεσης προς τη Βουλγαρία, ώστε η τελευταία να δεχθεί την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και να προσχωρήσει στο συμμαχικό στρατόπεδο.
Οι Σύμμαχοι ενθουσιάστηκαν με την πρόταση και υποσχέθηκαν να στείλουν τουλάχιστον δύο μεραρχίες – μια Βρετανική και μια Γαλλική.
Οι Ρώσοι επίσης υποσχέθηκαν να στείλουν 10.000 στρατιώτες τους. Τα σχέδια όμως Βενιζέλου και ΑΝΤΑΝΤ παρακωλύθηκαν από την πεισματική άρνηση των Ρουμάνων να εξέλθουν στον πόλεμο, και των Βούλγαρων, οι οποίοι δεν αρκούνταν στα προτεινόμενα προς παραχώρηση εδάφη, αλλά αξίωναν την Μακεδονία, την οποία θα καταλάμβαναν άμεσα τα βουλγαρικά στρατεύματα. Αντίθετα με την ελληνική πολιτική, η οποία ενθουσιάζονταν με τις υποσχέσεις και μόνο των συμμάχων, η Ρουμανία και η Βουλγαρία ζητούσαν άμεσα ανταλλάγματα για να συμπολεμήσουν με την ΑΝΤΑΝΤ.