Γράφει η Αντιγόνη Καψάλη
Κάθε φορά που ξεκινάω να γράψω, λέω θα ξεκινήσω αλλιώς.
Αυτή τη φορά, είχα στο μυαλό μου να ξεκινήσω να γράφω για το happy place μου, εκεί που πάω κυρίως για να χαλαρώσω, να σκεφτώ, να αφεθώ. Το επισκέπτομαι νοητά αλλά ευτυχώς και κυριολεκτικά, μιας και δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μικροσκοπικό μαγευτικό ψαροχώρι του Πηλίου. Happy place θα πει χαρούμενο μέρος, όταν όμως λέμε πχ “κλείνω τα μάτια και μεταφέρομαι στο happy place μου”, μιλάμε για έναν νοητό κόσμο, είτε φτιαχτό από την φαντασία μας είτε φέρνοντας στο νου ένα υπαρκτό μέρος. Μπορεί να πρόκειται για ένα μέρος που έχουμε επισκεφτεί στο παρελθόν και όταν το σκεφτόμαστε να νιώθουμε ότι λειτουργεί σαν ένας μικρός απαγωγέας που μας ξεκλέβει λίγο από την πολυάσχολη, “γκρι” καθημερινότητα και μας μεταφέρει κάπου όπου αισθανόμαστε όλο το σώμα να μουδιάζει και να κυριεύεται από αγαλλίαση και ηρεμία.
Για πολλούς ανθρώπους, αυτό το «κάπου» δεν είναι καν μέρος, μπορεί να είναι το οτιδήποτε, μια φωτογραφία, ένα αντικείμενο, ένα κομμάτι ύφασμα με ιδιαίτερη υφή, μια οσμή ή ένας ήχος.
Έτσι κ εγώ λοιπόν, ξεκίνησα να γράφω για εκείνο το μέρος που για μένα είναι πλέον ένας μικρός επίγειος παράδεισος, όταν άρχισαν, σαν καταρρακτώδης βροχή να σκάνε σκέψεις, αναμνήσεις και απροσδιόριστα συναισθήματα από όλες τις στιγμές τις τόσο έντονες που έχω ζήσει εκεί.. Και ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι χρησιμοποιώντας για happy place, κάτι υπαρκτό, πόσο μάλλον τόσο γνώριμο μπορεί να εξελιχθεί καταστροφικό, από την στιγμή που «παράγονται γεγονότα» εκεί, επομένως και αναμνήσεις. Για παράδειγμα, χρησιμοποιήσουμε ως happy place, μια υπαρκτή παραδεισένια παραλία, που μοιάζει λες και πρόκειται για κινηματογραφικό καρέ ταινίας τύπου «Μαμα μια», η οποία μας κάνει το δευτερόλεπτο που την επισκεπτόμαστε να τα ξεχνάμε όλα κτλ κτλ…. (αν το θέμα σταματήσει εδώ είναι όλα οκ). Το πρόβλημα ξεκινάει όταν επειδή ξέρουμε ότι είναι το «μέρος μας» -λες και έχει φτιαχτεί ειδικά για εμάς- πηγαίνουμε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο συχνά…. ωπ! μέχρι που συναντάμε κάποιον. Δεν έχει σημασία πως θα εξελιχθεί αυτή η συνάντηση, μπορεί να είναι μοιραία, μπορεί να είναι καταστροφική, μπορεί να είναι και τα δυο μαζί. Σημασία έχει που πλέον κάθε φορά που επισκεπτόμαστε το happy place μας, έχουν αλλάξει τα πράγματα (όσον αφορά το νοητικό επίπεδο) και κάποιες από τις πιθανές εκδοχές είναι: 1) Το επισκεπτόμαστε όχι μόνο για να χαλαρώσουμε, αλλά για να πετύχουμε και την όποια ανάμνηση εκεί, 2) ότι λειτουργεί σαν happy place μόνο όταν η τυχαία μας συνάντηση είναι κ αυτή ενσωματωμένη μέσα ή 3) όταν πια δεν είμαστε καν σίγουροι αν το «μέρος μας» δεν αποτελεί παρά μια εικόνα, που την βλέπουμε πια ως αντανάκλαση στα μάτια της νεόφερτης ανάμνησης.
Εν κατακλείδι, νομίζω όλα τα ανθρώπινα τουλάχιστον όντα έχουν την ανάγκη να δραπετεύουν σε έναν κόσμο, όποιον κόσμο θεωρεί ο καθένας ουτοπικό, αλλά έχει σημασία αυτός ο κόσμος να μην είναι υπαρκτός, διότι όταν χρησιμοποιούμε ένα μέρος η τέλος πάντων «κάτι» που μπορεί πολύ εύκολα να συνδεθεί με την πραγματικότητα μας, κινδυνεύουμε να το μεταλλάξουμε από «κάτι» αγνό που μας ηρεμεί σε ένα είδος «κουτιού της Πανδώρας», που καταφέρνει να μας εγκλωβίζει στις αναμνήσεις μας.