Η διαφοροποίηση της Αττικής αποτυπώθηκε επίσης και στις περιφερειακές εκλογές τον περασμένο Μάιο, με την επικράτηση της Ρένας Δούρου, όταν σε όλες τις άλλες περιφέρειες της χώρας (πλην Ιονίων και Δυτικής Μακεδονίας) αναδείχθηκαν περιφερειάρχες οι υποψήφιοι που προέρχονταν από τον παλιό δικομματισμό.
Η ΕΙΚΟΝΑ αυτή μεταβλήθηκε ριζικά στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεπέρασε το 30% και στις 13 αυτοδιοικητικές περιφέρειες της χώρας (με κορυφαίο το 45% στην Κρήτη) και αναδείχθηκε παντού πρώτο κόμμα (με μοναδική εξαίρεση την Πελοπόννησο, όπου όμως το προβάδισμα της ΝΔ περιορίστηκε στο 2,4%, από 15% τον Ιούνιο του 2012).
Ιδιαίτερα συμβολική ήταν η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στην Κεντρική Μακεδονία και στη Θεσσαλία, περιοχές που θεωρούνταν έως πρόσφατα προνομιούχος χώρος για τη ΝΔ και όπου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εμφανιστεί ιδιαίτερα αδύναμος στις περιφερειακές εκλογές (με ποσοστά κάτω από 15%).
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και η μεγάλη εκλογική του επιτυχία: σε σύγκριση με την σχετικώς περιορισμένη άνοδο της δύναμής του στην Αττική (μόνο 6 ποσοστιαίες μονάδες), σε όλη την υπόλοιπη χώρα καταγράφηκε ένα σχεδόν ομοιογενές αυξητικό ρεύμα, από 9% έως 13%, ρεύμα που τον οδήγησε από το 25,1% τον Ιούνιο του 2012 στο 36,1%, ποσοστό ελάχιστα μικρότερο από το αντίστοιχο της Αττικής.
Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι η μεταστροφή αυτή της επαρχίας δεν αφορούσε μόνο τους κατοίκους των πόλεων, αλλά επεκτάθηκε και στον αγροτικό πληθυσμό, μια ακόμη παράμετρος που διαφοροποιούσε παραδοσιακά την εκλογική γεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ.
Γεγονός που αποτυπώθηκε και στη σταδιακή αλλά και εντυπωσιακή αύξηση της επιρροής του στους αγρότες: από 5,7% τον Μάιο του 2012, σε 21,3% τον Ιούνιο και σε 28,5% την περασμένη Κυριακή (όπου ισοψήφησε με τη ΝΔ). Από τις επιμέρους κατηγορίες του ενεργού πληθυσμού οι αγρότες είναι η κρισιμότερη που με μαζικό τρόπο εγκατέλειψε τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα της προηγούμενης περιόδου: από 53,5% αθροιστικά τον Ιούνιο του 2012, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ περιορίστηκαν σε μόλις 37% την περασμένη Κυριακή.
Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ομογενοποίηση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ παραπέμπει σε ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα με σημαντική επιρροή στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα στα μικροαστικά και μεσαία στρώματα. Αυτό όμως δεν αναιρεί την εμφανέστατη κοινωνική πόλωση μεταξύ των σχετικά ευκατάστατων οικονομικά μερίδων του πληθυσμού, σε αντιπαράθεση με τα λαϊκά στρώματα. Η διαφορά της ψήφου ανάμεσα στα βόρεια προάστια της Αθήνας και στη δυτική ζώνη του Λεκανοπεδίου είναι η μεγαλύτερη (και πιο πολωμένη) που έχει καταγραφεί στη μεταδικτατορική εκλογική ιστορία.
Το τρίτο κρίσιμο ρήγμα που αναδείχτηκε από τις εκλογές του 2012 αφορούσε το ηλικιακό χάσμα, το οποίο αποτυπώθηκε με την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στις ηλικίες 18 έως 54 ετών (περίπου 31%, έναντι 23,5% για τη ΝΔ) και την εντελώς αντίστροφη εικόνα για τις ηλικίες 55 ετών και άνω.
Και στο σημείο αυτό το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής έχει μεταβάλει ριζικά τα δεδομένα. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες, αλλά και η αντίστοιχη μείωση της επιρροής της ΝΔ (περίπου κατά 7 έως 8 ποσοστιαίες μονάδες) είναι εντυπωσιακές, οι συγκριτικά μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις ως προς όλα τα άλλα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερέχει πλέον σαφώς της ΝΔ στις ηλικίες 55 έως 64 ετών, ενώ έχει περιορίσει την υστέρησή του στους 65 ετών και άνω, υπερδιπλασιάζοντας την επιρροή του σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2012. Η μεταβολή αυτή αποτυπώνεται με ενάργεια και στην ειδική κατηγορία των συνταξιούχων, η οποία έως και το 2012 αποτελούσε το κορυφαίο κοινωνικό στήριγμα του παραδοσιακού δικομματισμού: ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είχαν συγκεντρώσει τον Ιούνιο αθροιστικά 63,5% των ψήφων για να περιοριστούν την περασμένη Κυριακή στο 43,8%.
Οι κρίσιμες μεταβολές που σχολιάστηκαν συνοπτικά προηγουμένως οδηγούν στην υπόθεση ότι οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, προέκταση αλλά και ανατροπή των εκλογών του 2012, διαμόρφωσαν ένα πρωτόγνωρο τοπίο, με σαφείς κοινωνικές αναφορές και έντονες διαχωριστικές γραμμές, όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου.