Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Τις τελευταίες μέρες, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των βάσεων, όπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος διαβάζουμε κάθε λογής ιστορία. Οι άριστοι, όπως πάντα, πρωταγωνιστούν στις οθόνες μας και τα social media πνίγονται σε απόψεις και συζητήσεις.
Υπάρχει όμως ένα σημείο στο οποίο δεν έχουμε σταθεί ουσιαστικά, παρά μόνο έχουν γραφτεί κάποια άρθρα. Πρόκειται για περιπτώσεις μαθητών, οι οποίοι παρόλο που πέτυχαν τον βαθμολογικό στόχο της επιθυμητής για αυτούς σχολής, δεν την δήλωσαν ή ακόμα χειρότερα την δήλωσαν και δεν μπορούν να φοιτήσουν, διότι οι γονείς δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τους στηρίξουν στην περίπτωση που αυτή βρίσκεται σε άλλη πόλη από αυτήν της κατοικίας τους.
Ας πούμε πως κάτι τέτοιο είναι λίγο πιο ανεκτό για άτομα που μένουν σε πόλεις με πολλά πανεπιστημιακά τμήματα καθώς έχουν ένα μεγαλύτερο εύρος επιλογών. Τα παιδιά, όμως, που μένουν σε επαρχιακές περιοχές οι οποίες είτε δεν έχουν κάποιο τμήμα είτε το τμήμα αυτό εξειδικεύεται σε αντικείμενο που απέχει από τα ενδιαφέροντα τους; Τι θα κάνουν;
Οι πανελλήνιες δεν προκαθορίζουν την πορεία των μελλοντικών επαγγελματιών και μία επιτυχία ή αποτυχία στην διαδικασία αυτή δεν καθορίζει το μέλλον τους. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί μία από τις πολύ καλές ευκαιρίες που δίνονται στους νέους ανθρώπους και μπορεί να φωτίσει σημαντικά τον δρόμο τους.
Στο πρώτο εξάμηνο του πανεπιστημίου, σε μία από τις πρώτες παραδόσεις που παρακολούθησα ποτέ, μία καθηγήτρια μας προέτρεψε να αποβάλλουμε τα «καμένα εγκεφαλικά κύτταρα» των πανελλαδικών εξετάσεων. Και αυτό είναι κάτι που με προβληματίζει σχεδόν δύο χρόνια μετά. Ούτε η διαδικασία, ούτε τα άγχη, ούτε καν αν η επιλογή σχολής ήταν τελικά η σωστή. Διότι το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής δεν είναι το παν. Ταυτόχρονα, ο βαθμός και δη ο άριστος βαθμός, δεν προσδίδει πολλά πλην του εύρους επιλογών. Και κακά τα ψέματα, την δυνατότητα των μαθητών να εισαχθούν στις περιζήτητες σχολές.
Όσον αφορά το ζήτημα των «καμένων εγκεφαλικών κυττάρων» που προκύπτουν από τις πανελλήνιες, μέσα στην εκφραστική της υπερβολή, η έκφραση κρύβει μια αλήθεια. Πρόκειται για ένα σύστημα δύσκολο, απαθές, που προάγει τον κοινωνικό κομφορμισμό, ασχέτως διαδικασίας εισαγωγής που επιλέγει το εκάστωτε κυβερνητικό σχήμα να ψηφίσει. Το κακό μέσα σε όλα αυτά είναι το να «κάψεις τα εγκεφαλικά σου κύτταρα» και να μείνεις και με μία γεύση πίκρας. Να έχεις μεν την ικανότητα, αλλά όχι την στήριξη που χρειάζεσαι για κάνεις την επιτυχία σου πραγματικότητα.
Συνάμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν είναι τόσο απλό να αριστεύσει κανείς. Παρόλο που τείνουμε να την δαιμονοποιούμε, η υγιής αριστεία είναι κάτι που και θέλουμε και χρειαζόμαστε ως χώρα. Άλλωστε, δεν είναι εύκολο να είσαι και άριστος, δεδομένου ότι φέρεις βαρύ φορτίο πίσω σου ακριβώς επειδή πρέπει να συνεχίσεις να αποδεικνύεις την αξία σου και μετά από την επιτυχία σου. Σε έναν άριστο δεν συγχωρούνται τα ίδια λάθη που συγχωρούνται σε γενικότερο πλαίσιο.
Η ανικανότητα του κράτους μας να αντέξει τους αρίστους του και να τους δώσει ώθηση είναι πλήρως ασυγχώρητη. Η Ελλάδα έχει τεράστια φήμη σε παγκόσμιο επίπεδο για το πρωτογενές διανοητικό της υλικό, όμως για ακόμα μια φορά απογοητεύει μην μπορώντας να διαχειριστεί τον πλούτο της. Είναι ασυγχώρητο για εμένα τόσα παιδιά να αποδεικνύουν την ικανότητά τους μέσω της βαθμολογικής τους επιτυχίας, να τα δέχονται οι επιθυμητές τους σχολές, αλλά να μην υπάρχει η δυνατότητα να το κάνουν πράξη, εξαιτίας σφαλμάτων άλλων.
Και όλη αυτή η κατάσταση απομακρύνει τους νέους, με τους ιθύνοντες να αγνοούν ή να κάνουν πως αγνοούν τι συμβαίνει στα αλήθεια. Όλοι αυτοί οι νέοι μετά από αυτή την πίκρα δεν θα επιθυμήσουν να μείνουν και να παλέψουν για μία χώρα που δεν πάλεψε ποτέ για αυτούς. Είναι απολύτως λογικό και συμβαίνει ήδη τα τελευταία χρόνια να βλέπουμε μεγάλα μυαλά να φεύγουν από την χώρα μας και να πετυχαίνουν στο εξωτερικό, ακριβώς επειδή εκεί βρίσκουν τις συνθήκες που τους ευνοούν έτσι ώστε να εκτυλίξουν την σκέψη τους και την ικανότητά τους.
Δεν πρόκειται ούτε για ξενομανία ούτε για ελιτισμό. Πρόκειται για απλά μαθηματικά και την επιθυμία για ένα καλύτερο μέλλον, την ελπίδα, τα όνειρα των νέων ανθρώπων, τα οποία όσο περνάει ο καιρός μοιάζουν να ωχριούν στα μάτια πολλών δίπλα στην λέξη «Ελλάδα». Κάθε μέρα πάμε όλο και πιο πίσω σε κάθε επίπεδο. Σε προηγούμενες δεκαετίες όχι η τριτοβάθμια, ούτε η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν ήταν αυτονόητη. Σήμερα που είναι, αρχίζουν να μπαίνουν εμπόδια και να μοιάζει θείο δώρο για όσους τα καταφέρνουν να κάνουν πράξη, παρά τις δυσκολίες, να φοιτήσουν στο αντικείμενο που επιθυμούν.
Το συμπέρασμα είναι ένα και παραμένει σταθερό όταν κάποιος ασχολείται με τα ζητήματα της παιδείας: Εφόσον τεθεί σε σωστές βάσεις πρόκειται για μία από τις πιο ουσιαστικές λύσεις στην απαίτηση για εξυγίανση της χώρας. Το πνευματικό υλικό είναι από τους βασικότερους παράγοντες πάνω στους οποίους θα μπορέσουν να λυθούν και να οικοδομηθούν εκ νέου οργανωμένα και λογικά όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες δημοσίων ζητημάτων.
Δυστυχώς αυτό το τελευταίο ή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να το καταλάβουμε.