Ο Πολ Μάναφορτ, πρώην πρόεδρος της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ που βρίσκεται αντιμέτωπος με κατηγορίες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, αλλά και για την διάπραξη άλλων ποινικών αδικημάτων κατέθεσε μήνυση κατά του ειδικού ανακριτή Ρόμπερτ Μιούλερ, μεταδίδει το CNN.
Ο Μάναφορτ φορτ στην μήνυσή του, υποστηρίζει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ παραβίασε τη νομοθεσία μέσω του διορισμού του Μιούλερ. Η μήνυση κατατέθηκε στο διοικητικό δικαστήριο της Ουάσινγκτον, όπου κι έχουν απαγγελθεί η κατηγορίες κατά του ιδίου, αλλά κι άλλων (πρώην) συνεργατών του προέδρου Τραμπ. Η μήνυση στρέφεται επίσης, κατά της απόφασης του Μιούλερ να προχωρήσει στην απαγγελία κατηγοριών, υποστηρίζοντας ότι αυτές, δεν σχετίζονται με την προεκλογική εκστρατεία του 2016. Ο Μάναφορτ υποστηρίζει επίσης, ότι η δράση του δεν συνδέεται με την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ, αλλά με την προώθηση στην Ουάσινγκτον των συμφερόντων της πρώην ουκρανικής κυβέρνησης, η οποία είχε την στήριξη της Ρωσίας. Ο ίδιος, υποστηρίζει ότι η δράση του αυτή, είχε τερματιστεί το 2014 σύμφωνα με το κείμενο της μήνυσης.
Παράλληλα, τόσο ο Μάναφορτ, όσο και ο συνεργάτης του, Ρικ Γκέιτς αρνούνται τις κατηγορίες που τους έχουν απαγγελθεί.
Η κατάθεση της μήνυσης από τον πρώην πρόεδρο της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, χαρακτηρίζεται ως μια νέα προσπάθεια των υποστηρικτών του Τραμπ, με στόχο την καθυστέρηση της έρευνας που πραγματοποιεί ο Μιούλερ, ενώ μερικοί Ρεπουμπλικάνοι έχουν υποστηρίξει δημοσίως τον τερματισμό της. Οι δικηγόροι του Μάναφορτ φέρονται να υιοθετούν την κριτική που έχει ασκήσει ο πρόεδρος Τραμπ στην αναφερόμενη έρευνα αναφορικά με την ρωσική εμπλοκή στις εκλογές του 2016, υποστηρίζοντας ότι διερευνώνται αδικήματα τα οποία ουδέποτε έχουν διαπραχθεί.
Η μήνυση αφήνει επίσης, να εννοηθεί ότι τόσο ο Αμερικανός υφυπουργός Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν, όσο κι ο Μιούλερ έχουν παράνομα υπερβεί το πλαίσιο δικαιοδοσίας στην εφαρμογή του νόμου, που διέπει τον διορισμό ειδικού ανακριτή. Σύμφωνα με το κείμενο της μήνυσης η εντολή διορισμού του Μιούλερ που υπογράφτηκε από τον Ρόζενσταϊν “υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του ίδιου για τον διορισμό ειδικού ανακριτή, όπως επίσης και τους ειδικούς περιορισμούς που υπάρχουν στο πλαίσιο παρόμοιων διορισμών.”
Ροντ Ρόζενστάιν
Εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης δήλωσε ότι: “η μήνυση είναι επιπόλαιη, αλλά ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προσφύγει σε όποιες νομικές ενέργειες επιθυμεί,” σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση. Παράλληλα, το κείμενο της μήνυσης περιέχει και νέα στοιχεία για το πλαίσιο της διεξαγωγής της έρευνας του Μιούλερ, καθώς αφήνει να εννοηθεί ότι κατά τον περασμένο Αύγουστο, η ομάδα έρευνας του ειδικού ανακριτή προχώρησε στην έκδοση περισσότερων από 100 κλητεύσεων ή κλήσεων, για την εξέταση μαρτύρων και την πρόσβαση σε αρχεία που σχετίζονται με την υπόθεση. Μερικές από τις κλήσεις αυτές αφορούσαν σε στοιχεία αρχείων σε βάθος χρόνου μέχρι το 2005. Σύμφωνα με την μήνυση, ο Μάναφορτ ενημερώθηκε από συνεργάτη του γραφείου του Μιούλερ τον Αύγουστο, ότι θα του απαγγελθούν κατηγορίες για αδικήματα που διέπραξε το 2010.
Παράλληλα, όταν οι δικηγόροι του Μάναφορτ ρώτησαν τον Ρόζενσταϊν το φθινόπωρο του 2017 να διευκρινίσει για το αν η ομάδα έρευνας του Μιούλερ έχει το πράσινο φως προκειμένου να διευρύνει το χρονικό πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας σε προγενέστερη από την διεξαγωγή των εκλογών του 2016 περίοδο, δεν έλαβαν κάποια σχετική απάντηση όπως υποστηρίζει το κείμενο της μήνυσης. Ωστόσο, η απαγγελία κατηγοριών που έγινε στον Μάναφορτ αφορά στην χρονική περίοδο από το 2006 έως το 2014.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εγγράφων της δικογραφίας, η ερευνητική ομάδα του Μιούλερ φέρεται να έχει γνωστοποιήσει ότι έχει συλλέξει περίπου 400.000 έγγραφα σχετικά με την υπόθεση Μάναφορτ-Γκέιτς, ενώ από τα έγγραφα αυτά, τα 2.000 έχουν ειδικό ενδιαφέρον για την διεξαγωγή της έρευνας.
Το επίκεντρο του νομικού ενδιαφέροντος της μήνυσης που κατατέθηκε εστιάζεται μερικά στην εντολή του Ρόζενσταϊν προς τον Μιούλερ για την διερεύνηση “όλων των ζητημάτων που θα προκύψουν ή είναι πιθανό να προκύψουν άμεσα από την διεξαγωγή της έρευνας.” Σύμφωνα με την άποψη των δικηγόρων του Μανάφορτ, η εντολή υπερβαίνει το νόμο σχετικά με τις αρμοδιότητες τόσο του Ρόζενσταϊν, όσο και του Μιούλερ.
Η εντολή του Ρόζενσταϊν δίνει στον Μιούλερ “εν λευκώ εξουσιοδότηση να διερευνήσει και ν’ απαγγείλει κατηγορίες σε σχέση με οτιδήποτε προκύπτει στην διάρκεια της έρευνας, άσχετα με το πόσο αυτό σχετίζεται με την ουσία της έρευνας, όπως αυτή περιγράφεται στην εντολή για την διεξαγωγή της,” αναφέρει η μήνυση. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι ακόμη και στην περίπτωση που η εντολή του Ρόζενσταϊν είναι νόμιμη, ο Μιούλερ έχει υπερβεί το όριο της δικαιοδοσίας του.
Ρόμπερτ Μιούλερ
Παράλληλα, αναφέρει ότι ο Μανάφορτ συναντήθηκε το 2014 με το υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά και το FBI στο πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας για τον πελάτη του, τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανούκοβιτς, ο οποίος εκδιώχθηκε από το Κίεβο, μετά τις ταραχές που ξέσπασαν την ίδια χρονιά. Σύμφωνα με το κείμενο της μήνυσης, οι υπηρεσίες της αμερικανικής κυβέρνησης είχαν ενημερώσει τον Μανάφορτ ότι ήταν μάρτυρας στην διεξαγωγή της αναφερόμενης έρευνας. Ο ειδικός ανακριτής έχει προχωρήσει στην απαγγελία κατηγοριών κατά του Μανάφορτ με στοιχεία, τα οποίος ο ίδιος, έχει εθελοντικά προσκομίσει σύμφωνα με την μήνυση.
Ο Μανάφορτ “συναντήθηκε εθελοντικά με εισαγγελείς του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, αλλά και πράκτορες του FBI, προκειμένου να συζητήσει τις δραστηριότητες του στο εξωτερικό, αναφορικά με την παροχή πολιτικών συμβουλών,” τον Ιούλιο του 2014, αναφέρει η μήνυση. Την περίοδο εκείνη, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ είχε ενημερώσει τον Μανάφορτ ότι συνεργάζονται με την Ουκρανία προκειμένου να εντοπίσουν κλεμμένα περιουσιακά στοιχεία, με τον επίκεντρο ενδιαφέροντος της έρευνας να βρίσκεται στον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας. “Το γραφείο του ειδικού ανακριτή προχώρησε στην απαγγελία κατηγοριών κατά του Μάναφορτ, με τις πληροφορίες που ο ίδιος εθελοντικά δημοσιοποίησε στο υπουργείο Δικαιοσύνης, περίπου τρία χρόνια πριν από τον διορισμό του Μιούλερ ως ειδικού ανακριτή,” αναφέρει η μήνυση.
Το κείμενο της μήνυσης υποστηρίζει ότι κατά την περίοδο που ο Μανάφορτ δούλευε για τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας, είχε συχνές συναντήσεις με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Κίεβο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η αμερικανική κυβέρνηση είχε λάβει γνώση για τις δραστηριότητές του κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Η μήνυση αναφέρεται και στην επιδρομή του FBI στο σπίτι του Μάναφορτ, τον περασμένο Ιούλιο, για την οποία η ομάδα έρευνας του Μιούλερ δήλωσε ότι έψαχνε αρχεία για την πιθανή διάπραξη οικονομικών αδικημάτων, τον Ιανουάριο του 2006, δηλ. δέκα χρόνια πριν από την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ, που αποτελεί το αντικείμενο διερεύνησης από την ειδική ομάδα ερευνών του Μιούλερ.
Τόσο ο Μάναφορτ, όσο και ο Γκέιτς βρίσκονται αντιμέτωποι με 12 κατηγορίες, σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος, αλλά και την απόκρυψη δραστηριοτήτων τους, από τις ομοσπονδιακές αρχές. Οι ίδιοι, έχουν δηλώσει αθώοι, ενώ θα εμφανιστούν ενώπιον δικαστή για την υπόθεση αυτή, στις 16 Ιανουαρίου.
Ο Μιούλερ έχει εισαγγελικές αρμοδιότητες για την απαγγελία κατηγοριών, μετά από την σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury).
Παράλληλα, στο Κογκρέσο διεξάγονται τρεις έρευνες από τις επιτροπές για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων και την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας, με στόχο την πληροφόρηση της αμερικανικής κοινής γνώμης για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016.