Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Αποφάσισα να γράψω τη λίστα Πέτσα όχι γιατί διαμαρτύρονται κάποιοι μεγιστάνες των media, αλλά όταν είδα την τεκμηριωμένη διαμαρτυρία των πέντε δημοσιογραφικών ενώσεων της χώρας.
Αναμφίβολα, κατά την άποψή μου, αυτή η υπόθεση εξελίσσεται σε ένα από τα μεγαλύτερα θεσμικά ολισθήματα που είχε ως τώρα η κυβέρνηση.
Σε αυτό το σημείωμα δεν θα μπω στη διαδικασία… ξεκατινιάσματος των μεγάλων παικτών γιατί είναι γνωστό πως όσα και να δοθούν δεν είναι ποτέ αρκετά. Ειδικά αν αυτά που δίνονται δεν έχουν στέρεο θεσμικό υπόβαθρο από το οποίο δεν μπορεί κανείς να παρεκκλίνει.
Και εξηγώ:
Δεν αμφισβητώ ότι για την κυβέρνηση και τον κ. Πέτσα προσωπικά ήταν μια χρυσή ευκαιρία μέσα στη δίνη του κορωνοϊού να δομηθεί ένα σύστημα επιρροής. Αυτό είναι κατανοητό.
Δεν αμφισβητώ ότι από τη στιγμή που αποφασίστηκε να αντιμετωπιστεί με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα -και η κοινωνία συμφωνεί με αυτό- θα έπρεπε καλώς ή κακώς να ενημερωθούν όλοι οι πολίτες ακόμη και στο τελευταίο χωριό της χώρας.
Δεν αμφισβητώ ότι ήταν παράλληλα και μια πολύ καλή ευκαιρία να στηριχθούν και οι επιχειρήσεις των media σε μια εποχή κρίσης που δεν υπάρχει φως, ούτε από τις τράπεζες ούτε από την διαφημιστική αγορά.
Επίσης, τέλος, δεν αμφισβητώ, γιατί δεν είμαι του κατηχητικού, ότι ήταν και μια λαμπρή ευκαιρία να στηθεί και ένας ειδικός μηχανισμός εξυπηρέτησης ημετέρων που στήριξαν και στηρίζουν την κυβέρνηση.
Αμφισβητώ όμως τη σοβαρότητα και τον τεχνοκρατισμό με τον οποίο έγινε ο χειρισμός της υπόθεσης.
Επ’ ουδενί λόγο δεν μπορώ να πιστέψω, ότι ο κ. Πέτσας διαχειρίστηκε μόνος του το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ και τη μοιρασιά που έγινε χωρίς την παρέμβαση του Μαξίμου. Το αμφισβητώ πλήρως.
Τώρα αν δόθηκε η δυνατότητα στον κ. Πέτσα να διαχειριστεί και αυτός μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, λίγο το κακό. Στο εμπόριο λέμε «η σκόνη από τα παπούτσια…». Δεν είναι τυχαίο ότι καμία από τις διαφημίσεις του «μένουμε σπίτι» και του «μένουμε ασφαλείς» δεν είχαν την υπογραφή του υπουργείου του: όλες είχαν την υπογραφή της κυβέρνησης.
Άρα, ο κ. Πέτσας με τη λογική I Serve at the Pleasure of the President υπάκουσε τις εντολές, όπως έκανε και ο κ. Βρούτσης με τα voucher. Αυτό είναι το εύλογο τίμημα του να ανήκεις σε έναν κομματικό σχηματισμό και να εξαρτάται η πολιτική σου πορεία, επειδή είσαι ετερόφωτος, από τις επιλογές των άλλων.
Το βασικό λάθος του κ. Πέτσα ήταν άλλο. Ακόμη κι αν τον πίεσε το Μέγαρο Μαξίμου για τα ποσά όφειλε να είναι προσεκτικός και διαφανής στη διαδικασία, έστω και για τους τύπους ή έστω για να αυτοπροστατευθεί.
Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει ΜΜΕ που δεν θα έκανε υπομονή έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες καθώς επρόκειτο για ειδική περίπτωση που αφορούσε το κοινό καλό. Ούτως ή άλλως οι πληρωμές έγιναν τώρα. Οπότε υπήρχε και ο χρόνος για τις σωστές διαδικασίες.
Ο κ. Πέτσας όφειλε να κάνει τρεις θεσμικές κινήσεις:
Άσχετα από την άποψη και τα αισθήματα που τρέφει για τον Νίκο Παπά και τις υπόλοιπες δραστηριότητες του, ως υπουργός έφτιαξε το Μητρώο με ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Αυτό καθορίζει με συγκεκριμένα -μη κομματικά- κριτήρια ποια από αυτά τα ΜΜΕ έχουν δικαίωμα στα κρατικά κονδύλια διαφήμισης. Είμαι δε σίγουρος ότι όλα τα μεγάλα και μεσαία «μαγαζιά» (με την έννοια που δίνεται στο δημόσιο διάλογο τις τελευταίες εβδομάδες) είναι μέσα σε αυτό και δικαιούνται μέρος της διαφημιστικής πίτας. Όφειλε, λοιπόν, όλη η διαδικασία να ξεκινήσει από εκεί.
Αντιθέτως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έδωσε τη ευκαιρία σε διάφορα «μικρομάγαζα» που στήνουν site σε μισή ώρα να εμπλακούν και να πληρώνονται χωρίς να υπάρχουν πραγματικά. Και αγνόησε το μητρώο από αλαζονεία και εμπάθεια.
Στη συνέχεια θα έπρεπε να συναντηθεί με τις ενώσεις των ιδιοκτητών ΜΜΕ (έντυπων, ηλεκτρονικών κ.λπ) και των εργαζομένων δημοσιογράφων για να συζητήσει θεσμικά μαζί τους και να καθοριστούν και με τη δική τους σύμφωνη γνώμη οι όροι και οι προϋποθέσεις για το μοίρασμα της πίτας.
Είναι σαφές ότι οι κανόνες θα καθόριζαν αυτόματα -όπως συμβαίνει πάντα- και τα ποσά που θα εδικαιούτο κάθε μέσο με βάση κυκλοφορία, αναγνωσιμότητα, θεματικότητα, ακροαματικότητα κ.ο.κ. Οπότε θα είχαμε μια καθόλα αδιάβλητη και νομιμοποιημένη διαδικασία που δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανένας.
Και αν στο τέλος ήθελε να δώσει και μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ -στα όρια των κανόνων που θα είχαν θεσπιστεί- σε φίλους της κυβέρνησης ή δικούς του κανείς δεν θα έλεγε τίποτε.
Όσοι σήμερα αποσύρουν τα τιμολόγια τους είτε ασκούν κριτική στον Στέλιο Πέτσα αρνούνται να βάλουν το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων. Είναι υποκρισία να τα ρίχνουν όλα στον κ. Πέτσα και να αφήνουν την κυβέρνηση εκτός κάδρου. Η κυβέρνηση όπως όλες οι κυβερνήσεις όταν αναλαμβάνουν για πρώτη φορά μπροστά στην ευωχία της νίκης και των δημοσκοπήσεων ξεχνάνε ότι στην πραγματικότητα είναι άπειροι στη διαχείριση.
Και η ανακάλυψη της υγειονομικής διάστασης στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού, που κρίθηκε απόλυτα επιτυχής και δεν το αμφισβητεί κανείς, δεν είναι αντίβαρο στην απειρία.
Τα απόνερα των όποιων αστοχιών που έγιναν τους προηγούμενους μήνες θα τα δούμε τώρα. Όπως η λίστα Πέτσα και όπως η αστοχία της επιλογής διοχέτευσης του δημοσίου χρήματος του ΤΕΠΙΧ μέσω των τραπεζών. Κάτι το οποίο τώρα θα αρχίσει να… γρατζουνάει και το Οικονομικών και το Οικονομίας και το Μαξίμου. Γιατί οι πλέον έμπειροι κατανοούν ότι ήρθε η ώρα της σύγκρουσης με τις τράπεζες. Και εκεί δεν θα υπάρχει Τσιόδρας.
Όσο για τον κύριο Πέτσα κατά την προσωπική μου άποψη θα έπρεπε να πληρώσει το… μάρμαρο, όχι για τα ποσά αλλά για την κακή πολιτική διαχείριση.
Το ποιο όμως θα είναι ακριβώς το πολιτικό δίλημμα θα εξαρτηθεί με το πως εξαργυρώνεται η έννοια της πολιτικής αφοσίωσης.
Σε κάποιες περιπτώσεις η αφοσίωση σε οδηγεί εκτός, σε κάποιες σου συγχωρεί το λάθος και σε κάποιες άλλες σου δίνει προαγωγή.
Άλλωστε με διψήφιο δημοσκοπικό προβάδισμα κάνεις ότι θέλεις…
ΥΓ.1 Επέλεξα να γράψω αυτό το άρθρο Σάββατο διότι σε οποιαδήποτε καθημερινή θα ήταν προσβολή των αναγνωστών του RP που με αγωνία ψάχνουν λύσεις σε ζωτικότερα προβλήματα.
ΥΓ2 Για τις εξελίξεις που σχετίζονται με την Αγία Σοφία θα τοποθετηθώ αργότερα περιμένοντας με αγωνία να δω τις τοποθετήσεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, του κ. Ροζάκη, της κυρίας Ρεπούση και του κ. Δένδια. Και δεν αναφέρομαι στο πόσο ντροπή είναι, αλλά επί της ουσίας.