Απρόσμενη συνάντηση είχε χθες το απόγευμα στο Μέγαρο Μαξίμου ο Πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς με τον επικεφαλής του IIF Τσαρλς Νταλάρα, που είχε οργανώσει το «κούρεμα» των ομολόγων (PSI) τον Μάρτιο του 2012 , τρεις μέρες μετά (22/3) τη θυελλώδη 8ωρη συνεδρίαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα του PSI, κατά την οποία αγόρευσαν 27 δικηγόροι. Η απόφαση του Δικαστηρίου αναμένεται να εκδοθεί εντός του προσεχούς καλοκαιριού.
Είναι προφανές ότι εάν το «κούρεμα» κριθεί αντισυνταγματικό, καταρρέει όλο το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας καθώς το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να επιστρέψει πίσω δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Ο Τσαρλς Νταλάρα πάντως αναχώρησε από το Μέγαρο Μαξίμου χωρίς να κάνει δηλώσεις.
Οι προσφεύγοντες 7000 περίπου ομολογιούχοι στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (φυσικά πρόσωπα, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, ΕΔΟΕΑΠ, φαρμακευτικές εταιρείες, ΤΕΙ Καβάλας, καθώς και άλλοι ξένοι επενδυτές) υποστηρίζουν ότι το «κούρεμα» είναι αντισυνταγματικό, αντίθετο στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το σκέλος εκείνο που προστατεύουν την περιουσία. Οι προσφεύγοντες στρέφονται κατά των πράξεων του υπουργικού συμβουλίου (5 και 10/2012), των αποφάσεων του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών με τις οποίες υλοποιήθηκε το PSI.
Οι δικηγόροι των ομολογιούχων υποστήριξαν ότι από το «κούρεμα» των ομολόγων το δημοσιονομικό όφελος ήταν ασήμαντο και ότι θα υπάρξει μεγάλη μελλοντική ζημιά, καθώς κανένας πλέον πολίτης δεν θα αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. Τόνισαν ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, η θεμελιώδης αρχή της εμπιστοσύνης του πολίτη στο κράτος, η οικονομική ελευθερία, η προστασία της περιουσίας, κ.λπ. Μία δικηγόρος ζήτησε να απαλειφτούν από το υπόμνημα που έχει καταθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος, χαρακτηρισμοί ομολογιούχων που δεν αποδέχθηκαν το «κούρεμα» όπως «άκρατοι καιροσκόποι, με εγωιστικές και αδιάλλακτες συμπεριφορές, που είναι αντίθετες προς τα χρηστά ήθη», ενώ σε άλλο σημείο χαρακτηρίζονται «εκβιαστές».
Οι δικηγόροι των Γερμανών επενδυτών (SDK – Schutzgemeinschafe der Kapitalanlegez), αλλά και άλλων ξένων επενδυτών (Leninski), υποστήριξαν ότι με το PSI παραβιάστηκε η συνταγματικά προστατευόμενη έννομη προστασία των αλλοδαπών ομολογιούχων. Από την SDK υποστηρίχθηκε ότι υπάρχει Ελληνογερμανική συμφωνία στον τομέα των επενδύσεων (αφορά τα εμπράγματα δικαιώματα) η οποία δεν τηρήθηκε κατά το «κούρεμα». Επισημάνθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο για το PSI δεν επικαλέστηκε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» όπως έγινε στην Αργεντινή, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικό και παράνομο.
Οι δικηγόροι των φαρμακευτικών εταιρειών ανέφεραν ότι το Δημόσιο τους έδωσε ομόλογα έναντι των οφειλών του για την αγορά φαρμάκων, όμως στη συνέχεια αυτά κουρεύτηκαν και απέμεινε στα χέρια τους το 20%, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα σε δεινή οικονομική κατάσταση. Ο δικηγόρος του ΕΔΟΕΑΠ τόνισε ότι από τη νομοθεσία είναι υποχρεωτική η κατάθεση των κεφαλαίων του Οργανισμού στην Τράπεζα της Ελλάδος, όμως το PSI είχε ως αποτέλεσμα από 90 εκ. ευρώ που είχε ο ΕΔΟΕΑΠ να έχει σήμερα μόνο 10 εκ. ευρώ. Στο ίδιο περίπου νεύμα κινήθηκαν και οι δικηγόροι του ΕΟΦ, του Επιμελητηρίου. Οι συνήγοροι των απολυμένων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, οι οποίοι αντί αποζημιώσεως έλαβαν «ομόλογα ειδικού σκοπού» (μη επενδυτικά ομόλογα), ανέφεραν ότι το PSI επιβλήθηκε χωρίς τη θέλησή τους.
Οι δυο εκπρόσωποι του Δημοσίου και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους τόνισαν ότι το κούρεμα υλοποιήθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος που είναι αυταπόδεικτο, αλλά και αναγκαίο. Το «κούρεμα» έγινε με αντικειμενικά κριτήρια, χωρίς να παραβιάζεται το άρθρο 4 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών. Οι δυο δικηγόροι της Τράπεζας της Ελλάδος έδωσαν μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, υποστηρίζοντας ότι η όλη διαδικασία PSI, δεν είναι αρμοδιότητα του ΣτΕ, καθώς αποτελεί ιδιωτική διαφορά που εμπίπτει στα πολιτικά δικαστήρια, δηλαδή, οι ομολογιούχοι δεν έπρεπε να καταθέσουν προσφυγές στο ΣτΕ, αλλά έπρεπε να καταθέσουν αγωγές αποζημίωσης κατά του Δημοσίου για τη ζημιά που δέχθηκαν από το «κούρεμα».