Γιατί σιωπά η γειτονική χώρα σε ό,τι αφορά τους εορτασμούς των 200 χρόνων;
Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος
Στη γειτονική μας χώρα, που βρίσκεται σε προεκλογική φάση, παρατηρείται άκρα του τάφου σιωπή σε ό,τι αφορά τον εορτασμό των 200 χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821 στην Ελλάδα. Εξαιρείται βεβαίως η ελληνική μειονότητα, η οποία τιμά δεόντως το γεγονός.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί και προς τι όλη αυτή η αποσιώπηση. Έχει να κάνει με τις εκλογές; Έχει να κάνει με τις σχέσεις που καλλιεργεί το επίσημο αλβανικό κράτος με την Τουρκία; Έχει να κάνει με την ταύτιση μεγάλου τμήματος του αλβανικου πληθυσμού, των μουσουλμάνων, με τους οθωμανούς; Τι, τέλος πάντων, συμβαίνει;
Θα έλεγε κανείς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι λογικό, δεδομένης της ιστορίας αλλά και της ανάγκης διατήρησης ισορροπιών στο παρόν. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά την ιστορία, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι το υπόλοιπο των Αλβανών, οι ορθόδοξοι χριστιανοί ταυτίστηκαν με τον ελληνισμό μέσω της επιρροής της ορθόδοξης εκκλησίας και της ελληνικής παιδείας, που υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στο Νότο. Απο την άλλη πλευρά στην επίσημη ιστοριογραφία της Αλβανίας, σε όλες τις εκδοχές και τα αφηγήματά της, τονίζεται η τεράστια συμβολή των Αλβανών στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, εννοώντας βέβαια τους Αρβανίτες στο σύνολό τους, οι οποίοι θεωρούνται » Αλβανοί» με βάση φυσικά την ουσιοκρατική, τη βιολογική, αντίληψη περί της εθνικής ταυτότητας, αντίληψη που δεν είναι αποδεκτή από τη σύγχρονη επιστήμη, καθώς έχει επικρατήσει η συγκροτησιακή και βουλησιαρχική θεωρία.
Οι Αρβανίτες, από τη στιγμή και στο βαθμό που αναπτύσσουν εθνική συνείδηση με τη νεωτερική σημασία του όρου, αυτή είναι ελληνική. Άλλωστε αποτέλεσαν συστατικό στοιχείο του ελληνικού έθνους-κράτους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης το γεγονός ότι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα Αρβανίτες της Ελλάδας αλλά και ορθόδοξοι Αλβανοί προώθησαν την ιδέα ενός κοινού κράτους, επικαλούμενοι μάλιστα, εκτός από την κοινή ορθόδοξη πίστη και την ελληνική παιδεία και την κοινή «Πελασγική καταγωγή», μια ιδέα που είναι ακόμα ζωντανή σε διάφορες εκδοχές και χρήσεις ακόμα και σήμερα, εξυπηρετώντας βέβαια διαφορετικούς σκοπούς σε διαφορετικά πλαίσια.
Ως προς τον σύγχρονο προσανατολισμό της Αλβανίας δε, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η χώρα έχει επιλέξει τη Δύση, παρότι προηγήθηκε έντονη διαπάλη και υφίστανται ακόμα αμφισβητήσεις από την αντίθετη πλευρά. Ένας από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του δόγματος «ανήκουμε στη Δύση» είναι ο Ισμαήλ Κανταρέ διεθνούς φήμης λογοτέχνης, μουσουλμανικής καταγωγής ο ίδιος.
Ο δρόμος αυτός, που δεν είναι μόνον πολιτικός αλλά και ευρύτερα πολιτισμικός, παρουσιάζεται στη δημόσια σφαίρα ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση για το μέλλον της Αλβανίας. Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε έχει επιστρατευτεί και ο Σκεντέρμπεης, ο «γενάρχης του έθνους», ως χριστιανός ήρωας που αντιστάθηκε στην επέκταση των Οθωμανών προς την υπόλοιπη Ευρώπη…
Αυτό είναι και το πιο απτό δείγμα του νέου αφηγήματος, που εντάσσει τους Αλβανούς στη χριστιανική Ευρώπη, παρότι τυπικά οι μουσουλμάνοι υπερτερούν. Σε αυτό αντιπαραβάλλεται το άλλο εθνικό στερεότυπο ότι οι Αλβανοί υπήρξαν ανέκαθεν αδιάφοροι προς τη θρησκεία. Άλωστε βασικό σύνθημα του αλβανικου εθνικού κινήματος ήταν : » θρησκεία των Αλβανών είναι ο αλβανισμός»
Όλων των ανωτέρω δοθέντων, είναι πράγματι δυσεξήγητη η εκκωφαντική σιωπή της επίσημης Αλβανίας, τη στιγμή μάλιστα που είναι προ των πυλών η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα είναι χώρα κλειδί σε αυτή τη υπόθεση και η ελληνική επανάσταση υπήρξε μια επανάσταση κατεξοχήν εμπνευσμένη από τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και των δυτικών αστικών επαναστάσεων.
Η απάντηση, θα έπρεπε μάλλον να αναζητηθεί στις γαιοπολιτικές ισορροπίες και τις βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες πολιτικές επιλογές της αλβανικής ηγεσίας. Ως προς αυτό, δηλώνω αναρμόδιος.
Πηγή: In.gr