Γράφει ο Νίκος Ι. Νικολόπουλος*
Η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου, που σε ύστερη εκδοχή και υπό το κράτος αντιδράσεων, μετατράπηκε σε… πρόθεση για συμφωνία, ήλθε σε μια περίοδο που ήταν αναγκαία η αλλαγή της κυβερνητικής επικοινωνιακής ατζέντας.
Όσο πιο μακριά από τις Πρέσπες τόσο καλύτερα για την Κυβέρνηση. Και ακόμη πιο μακριά από τη Βόρειο Ήπειρο και τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, γιατί το «Αλβανικό μέτωπο» δεν αποτελεί προνομιακό πεδίο του Τσίπρα για επικοινωνιακές πιρουέτες.
Αντιθέτως, μια «ιστορική συμφωνία» μεταξύ Κράτους-Εκκλησίας για βίους παράλληλους, εκτιμά το Μαξίμου ότι μπορεί ν’ αποφέρει ανθόσπαρτα αποτελέσματα.
Η Κυβέρνηση, βέβαια, από την πλευρά της ουδένα εξέπληξε. Ανέκαθεν υποστήριζε τον διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία και μάλιστα με ανατρεπτικές προθέσεις. Εμφανίσθηκε, ωστόσο, πιο ήπια. Ναι μεν, συμφωνεί σε μια μεταρρυθμιστική παρέμβαση, αλλά όχι με όρους ρήξης.
Εν προκειμένω, όμως, λιγότερο απασχολεί η βούληση μιας Κυβέρνησης με υπόλοιπο βραχύβιου βίου και πολύ περισσότερο εξοργίζει η ενδοτικότητα του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερώνυμου, αλλά και η αντίδραση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο Μακαριώτατος έσπευσε να συναντηθεί με τον Πρωθυπουργό και να συνεργήσει στη δημιουργία εύκρατου –υποτίθεται- κλίματος, που θα ευνοούσε την επίτευξη της συμφωνίας. Εντελώς αυθαίρετα, όμως, ο κ. Ιερώνυμος «λησμόνησε» ότι είναι, απλώς, πρόεδρος δύο κεντρικών οργάνων διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, primns inter pares, που διοικεί με βάση της αρχή της συνοδικότητας. Και το ερώτημα είναι εύλογο: Συνεδρίασε, άραγε, η Ιερά Σύνοδος… κρυφίως και ενέκρινε το «προσχέδιο συμφωνίας», το οποίο στη συνέχεια δημοσιοποίησαν οι Τσίπρας-Ιερώνυμος;
Όχι, είναι η απάντηση! Χειρίσθηκε, δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος το πιο καυτό θέμα της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το δοκούν, χωρίς να λάβει την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, του συνόλου δηλαδή των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος!
Εκ του άλλου, ο Πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης εξέπληξε αρνητικά, όταν δήλωσε ότι «προσυπογράφει» την «ιστορική συμφωνία». Μάλιστα, σε μια καταγέλαστη επίδειξη πολιτικού παλιμπαιδισμού, θεώρησε τον Τσίπρα… μπαγασάκο (σε ελεύθερη μετάφραση) γιατί του «έκλεψε» την ιδέα!
Ο Πρωθυπουργός, ο Αρχιεπίσκοπος και ο Πρόεδρος της Ν.Δ. δίνουν την αίσθηση ότι είναι αποφασισμένοι να εφαρμοσθεί η «απλή μέθοδος των τριών» μιας ετερόκλητης συμμαχίας, που όμως συμπλέει, γιατί συμφωνεί στην αποδυνάμωση της Εκκλησίας της Ελλάδος και την καθ’ όλα υπερίσχυση του κοσμικού Κράτους –ένα δουλοπρεπές «θέλημα» προς υλοποίηση, που είναι εναρμονισμένο με τις επιταγές της νέας τάξης πραγμάτων.
Μάλιστα, η «αποφασιστικότητά» τους παρακάμπτει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το οποίο δεν υπάρχει κάποια σχετική προσυνεννόηση. Με άλλα λόγια, παρακάμπτεται η όποια θέση της Πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, στην οποία υπάγονται οι Εκκλησίες της Κρήτης και της Δωδεκανήσου και «κατά το πνευματικό μέρος» οι Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών», που επιτροπικώς διοικούνται από την Εκκλησία της Ελλάδος. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα: Τι θα συμβεί με την μισθοδοσία των κληρικών, των εν λόγω Μητροπόλεων;
Το ανωτέρω, δεν είναι το μοναδικό ερώτημα που ανακύπτει από τη «συμφωνία». Επιπροσθέτως, τι σημαίνει ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται πλέον δημόσιοι υπάλληλοι; Είναι ήδη παγίως δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία (ΣτΕ 7908/1983 και 3120/2002) ότι οι εφημέριοι αποτελούν μια εντελώς διακριτή κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων χωρίς, αν και μισθοδοτούνται από το Δημόσιο, να προσλαμβάνουν, εξ αυτού, την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, άρα εξακολουθούν να είναι προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί.
Τώρα, με την τυπική έξοδο των κληρικών από το δημόσιο υπαλληλικό καθεστώς και την μεταφορά τους στην «εκκλησιαστική δικαιοδοσία», θα μπορεί ο εκάστοτε Μητροπολίτης «να απολύει» κατά το δοκούν κάποιον κληρικό; Αν ναι, πως εξασφαλίζεται η προστασία του τελευταίου;
Συνακόλουθα, τι θα συμβεί αν το Κράτος μελλοντικά δηλώσει για λόγους «ανωτέρας βίας» ή «δημόσιου συμφέροντος» ότι αδυνατεί να καταβάλει στο ειδικό ταμείο της Εκκλησίας την επιδότηση για την μισθοδοσία; Και ακόμη, πώς θα διευθετηθούν η ασφαλιστική κάλυψη, η υγειονομική περίθαλψη και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των κληρικών;
Αν μη τι άλλο, οι δημόσιες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου για μια «ιστορική συμφωνία», που έχει βέβαια υποβιβασθεί σε προσχέδιο συμφωνίας, έχει δικαιολογημένα αναστατώσει τον ιερό κλήρο κι έχει κάθε λόγο να αισθάνεται προδομένος, διότι οι διαβουλεύσεις Κυβέρνησης-Εκκλησίας γίνονται ερήμην των εφημέριων και του χριστεπώνυμου πληρώματος.
Η Κυβέρνηση, ούσα σε αποδρομή, έχει κάθε λόγο να προσπαθεί να σταθεί όρθια με επικοινωνιακές ακροβασίες. Και αυτή και προηγούμενες Κυβερνήσεις, προσπαθούν να στρέψουν το λαό εναντίον του Κλήρου, για να εξασθενήσει ο ρόλος του παπά στην Ελληνική κοινωνία. Ματαιοπονούν, γιατί ο πιστός λαός ξέρει ότι έχει πολύ πιο κοντά του τους εργάτες του αμπελώνος, παρά τους «επιστάτες» της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Οι παπάδες μας συντροφεύουν στις χαρές και μας παρηγορούν στις λύπες μας.Αυτοί εξομολογούν, τελούν όλα τα μυστήρια, κτίζουν ναούς με τον οβολό των πιστών, διακονεύουν για τους ανέστιους και τους ανέργους.
Κι όμως αγνοήθηκαν και δεν έχουν συμμετάσχει στις διαβουλεύσεις και η οργή περισσεύει, όσο θεωρούν ότι αντιμετωπίζονται ως τελευταίοι τροχοί της εκκλησιαστικής άμαξας.
Αντί να τυγχάνει διασφάλισης ή αξιοπρέπειά τους, αντιμετωπίζονται ως πιόνια στην επικοινωνιακή σκακιέρα της Κυβέρνησης. Έχουν, όμως, προαναγγείλει «μαζικές και πρωτόγνωρες αντιδράσεις» και αναμένονται «αφορισμοί» από άμβωνος!
Ο ΣΥΡΙΖΑ ας κρατήσει τη βούλησή του ν’ αλλάξει τον… κόσμο. Δεν έχει, όμως, το δικαίωμα, ούτε την εξουσιοδότηση από τον Ελληνικό λαό και τον κλήρο, με «αναγκαστικές πράξεις» που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, να επιδιώκει την αποξένωσή μας από τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις μας.
Κάθε παγίδα, λοιπόν, σε βάρος του κλήρου συνιστά έγκλημα, που δεν θα μείνει ατιμώρητο στις κάλπες.
*Ανεξάρτητος Βουλευτής Ν. Αχαίας, Πρόεδρος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος