Ερευνητές της Κλινικής Mayo στις ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι η σοβαρή άπνοια ύπνου μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία του εγκεφάλου των ηλικιωμένων αντρών και γυναικών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης τους, όσοι πάσχουν από άπνοια ύπνου που προκαλεί δυνατό ροχαλητό, είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν συσσωρευμένες ποσότητες ενός βιοδείκτη που συνδέεται με την άνοια και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
Η άπνοια ύπνου είναι μια διαταραχή που συμβαίνει κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου, όπου διακόπτεται η αναπνοή (άπνοια) μεταξύ επεισοδίων με έντονο ροχαλητό. Οι συνηθέστεροι τύποι διαταραχών αναπνοής κατά τον ύπνο είναι η αποφρακτική και η κεντρική άπνοια ύπνου ή ένα μικτό μοτίβο αυτών των δύο. Η αποφρακτική άπνοια συμβαίνει όταν οι μύες των αεραγωγών εμποδίζουν την αναπνοή του ατόμου. Στην κεντρική άπνοια οι αεραγωγοί παραμένουν ανοικτοί, αλλά το διάφραγμα και οι θωρακικοί μύες σταματούν να εργάζονται, με αποτέλεσμα το άτομο να μην αναπνέει. Η πτώση του οξυγόνου ερεθίζει τα ειδικά κέντρα στον εγκέφαλο και επαναφέρει την αναπνοή.
Το ροχαλητό δεν συνδέεται πάντα με την αποφρακτική άπνοια ύπνου, ωστόσο είναι ένα συνηθισμένο σημάδι της πάθησης. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει πως η έλλειψη ή η κακή ποιότητα ύπνου μπορούν να επηρεάσουν τη σωματική και ψυχική υγεία με διάφορους τρόπους.
Η άπνοια ύπνου, ιδίως όταν είναι σοβαρή, έχει συνδεθεί με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης πολλών άλλων προβλημάτων υγείας, συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων. Στη νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα στο περιοδικό «Neurology», οι επιστήμονες θέλησαν να κατανοήσουν καλύτερα πώς η πάθηση θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει τον εγκέφαλο.
Εξέτασαν δεδομένα που συλλέχθηκαν από 140 ηλικιωμένους με αποφρακτική άπνοια ύπνου, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει σε προηγούμενη μελέτη. Οι εθελοντές αυτοί είχαν υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και παρακολουθούνταν κατά τη διάρκεια της νύχτας σε εργαστήριο ύπνου. Χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες με βάση τον διαγνωσμένο βαθμό άπνοιας, αλλά κανείς τους δεν έπασχε από άνοια.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, τα άτομα που έπασχαν από σοβαρή άπνοια ύπνου είχαν περισσότερες υπερπυκνώσεις λευκής ουσίας (WMH) σε σχέση με τα άτομα με ήπια ή μέτρια άπνοια ύπνου. Πρόκειται για βλάβες στον εγκέφαλο που εμφανίζονται ως περιοχές αυξημένης φωτεινότητας όταν απεικονίζονται με μαγνητική τομογραφία (MRI). Η ομάδα παρατήρησε επίσης μείωση του ύπνου βραδέων κυμάτων (βαθύς ύπνος) στα άτομα με σοβαρή άπνοια, η οποία σχετιζόταν με περισσότερες υπερπυκνώσεις λευκής ουσίας.
Αυτές οι βλάβες εμφανίζονται όλο και πιο συχνά καθώς μεγαλώνουμε. Ωστόσο, η αύξησή τους συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων όπως άνοια και εγκεφαλικό επεισόδιο. Επομένως, αυτή η πιθανή σύνδεση είναι σίγουρα λόγος ανησυχίας, λένε οι συγγραφείς της μελέτης.
«Αυτοί οι βιοδείκτες είναι σημάδια πρώιμης εγκεφαλοαγγειακής νόσου», δήλωσε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Ντιέγκο Καρβάλο, ερευνητής στην Κλινική Mayo στο Ρότσεστερ της Μινεσότα, σε ανακοίνωση που εξέδωσε η Αμερικανική Ακαδημία Νευρολογίας.
«Η διαπίστωση ότι η σοβαρή άπνοια και η μείωση του ύπνου βραδέων κυμάτων σχετίζονται με αυτούς τους βιοδείκτες είναι σημαντική, καθώς δεν υπάρχει θεραπεία για αυτές τις αλλαγές στον εγκέφαλο, οπότε πρέπει να βρούμε τρόπους να τις αποτρέψουμε από το να συμβούν ή να επιδεινωθούν», σημείωσε.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι θα χρειαστούν μακροχρόνιες μελέτες για να επιβεβαιωθεί η σχέση αιτίας-αποτελέσματος, καθώς και για να απαντηθούν άλλα ερωτήματα.
«Χρειάζεται περεταίρω έρευνα για να καθοριστεί αν τα προβλήματα ύπνου επηρεάζουν αυτούς τους βιοδείκτες του εγκεφάλου ή το αντίστροφο», δήλωσε ο Καρβάλο. «Πρέπει επίσης να εξετάσουμε αν οι στρατηγικές για τη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου ή η θεραπεία της άπνοιας ύπνου μπορούν να επηρεάσουν την πορεία αυτών των βιοδεικτών».
Ωστόσο, ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η θεραπεία της άπνοιας ύπνου μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο άνοιας.