Πριν από λίγες ημέρες η κυβέρνηση, μετά από εισήγηση του υπουργού Υποδομών Χρίστου Σπίρτζη, υπέγραψε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με βάση την οποία αναστέλλεται η αύξηση των διοδίων από τους παραχωρησιούχους.
Προσοχή, αναστέλλεται. Δεν ματαιώνεται, δεν απαγορεύεται, δεν θα μπορούσε άλλωστε. Η δυνατότητα αύξησης των διοδίων προκύπτει μέσα από τις συγκεκριμένες συμβάσεις που έχουν υπογραφεί με το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, σήμερα, το αντίτιμο είναι σημαντικά χαμηλότερο από την ανώτατη δυνατότητα ορισμού του, όπως δίνεται στις εταιρείες με βάση τις συμβάσεις.
Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί μια καθαρά προεκλογική κίνηση στη λογική του να παρουσιαστεί μια κυβέρνηση που απέρχεται ως φιλολαϊκή και έτσι να κλείσει το μάτι στους ψηφοφόρους…
Πρόκειται για μια καθαρά λαϊκιστική προσέγγιση η οποία εκτός όλων των άλλων δεν φέρνει ούτε μία ψήφο. Αν είχαμε τη δυνατότητα να διεξαχθεί μια δημοσκόπηση με το ερώτημα «πόσοι από εσάς θα ξαναψηφίζατε μια κυβέρνηση επειδή δεν επιτρέπει προσωρινά την αύξηση των διοδίων κατά 0,20 λεπτά του ευρώ», είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα θα ήταν συντριπτικό. Από ελάχιστους έως ίσως και κανένας δεν θα σκεπτόταν να αλλάξει την ψήφο του, γιατί δεν θα πλήρωνε 0,20 λεπτά χρησιμοποιώντας έναν σύγχρονο και ασφαλή δρόμο.
Επίσης, και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, είναι επίσης σαφές ότι πρόκειται για αναστολή με… ιδιοτελή πολιτικά κριτήρια. Ο κ. Σπίρτζης γνωρίζει και εκ της θέσεως του και εκ της επαγγελματικής του ιδιότητας ότι αμέσως μετά τις εκλογές η απόφαση αυτή θα καταπέσει είτε δικαστικά είτε με βάση τους οικονομικούς ελέγχους που θα γίνουν στο μεταξύ.
Εκλογές τις οποίες γνωρίζει ήδη ότι θα χάσει καθώς αυτό έχει δείξει με βεβαιότητα το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών και προδιαγράφουν όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Άρα τότε, συμπληρώνοντας το παζλ του λαϊκισμού, θα βγει και θα καταγγέλλει την επόμενη κυβέρνηση ότι επιτρέπει την αύξηση των διοδίων που ο ίδιος προσπάθησε να αποτρέψει.
Ο πανικός όμως, είναι πραγματικά κακός σύμβουλος και δεν επιτρέπει σε ένα κράτος να λειτουργεί σωστά και αξιόπιστα.
Αν ο κ. Σπίρτζης δεν ήθελε στα αλήθεια να αυξηθούν ποτέ τα διόδια είχε στη διάθεσή του πέντε χρόνια να επαναδιαπραγματευτεί τις συμβάσεις παραχώρησης και να αλλάξει τους όρους. Από τη στιγμή που δεν το έκανε, είναι σαφές ότι δεν μπορεί ξαφνικά να αμφισβητεί τα δεδομένα.
Επιπλέον, όλοι γνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αυτές αναφέρονται στο σύνολο των εσόδων και του ποσοστού των κερδών που επιτρέπεται να έχουν οι παραχωρησιούχοι από τη λειτουργία των αυτοκινητοδρόμων. Τα χρήματα αυτά είναι εγγυημένα και όταν δεν προκύπτουν από τους χρήστες των δρόμων, προκύπτουν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Και αυτό θα συμβεί τελικά, αν η απόφαση ισχύσει και οι εταιρείες προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. Ακόμη κι αν δεν πληρώσουν οι χρήστες την αύξηση, τότε θα κληθεί να την πληρώσει το υπουργείο Οικονομικών και το Γενικό Λογιστήριο.
Είναι λοιπόν καταφανές ότι ο λαϊκισμός για τον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό του εκλογικού σώματος, εκτός του ότι δεν αποδίδει τελικά, όπως κάθε λαϊκισμός, χρεώνει το κόστος σε όλους τους πολίτες.
Και δύο τελικές παρατηρήσεις για το θέμα:
Πριν από χρόνια, όταν επί της παρούσας κυβέρνησης ξεκίνησε η διαδικασία επανεκκίνησης των αυτοκινητοδρόμων, ο υπουργός Υποδομών Χρίστος Σπίρτζης είχε «παρακαλέσει» να μειωθούν προσωρινά οι τιμές των διοδίων διέλευσης, και γι το λόγο αυτό δόθηκε η δυνατότητα –μέσω των συμβάσεων- μελλοντικών αυξήσεων προκειμένου να υπάρξει το συμφωνημένο ποσοστό κέρδους στις εταιρείες, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών εξόδων και την αποπληρωμή των δανείων.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ένας από τους λόγους της αύξησης των διοδίων είναι τα εταιρικά σχήματα των αυτοκινητοδρόμων, ξεχωριστές εταιρείες λειτουργίας κ.λπ.. Πρόκειται για μια ηθελημένα λανθασμένη προσέγγιση καθώς είναι ξεκάθαρο ότι το κόστος των διοδίων είναι άσχετο με τα εταιρικά σχήματα και προκύπτει με βάση τη σύμβαση της παραχώρησης.