Γράφει ο Ceteris Paribus
Ο λόγος περί «επούλωσης των πληγών» στη μεταμνημονιακή εποχή είναι αναμφίβολα παρηγορητικός, αλλά η βάση του είναι ισχνή. Η χώρα βαδίζει στο δεύτερο συνεχόμενο έτος θετικών ρυθμών ανάπτυξης ύστερα από 8 συνεχόμενα καταστροφικά έτη ύφεσης, αλλά η «επούλωση των πληγών» αργεί ακόμη στο ραντεβού.
Οι πίνακες με στατιστικά στοιχεία είναι βαρετοί για το ευρύ κοινό, αλλά λένε πολύ περισσότερες αλήθειες από τους εκπροσώπους Τύπου των κομμάτων. Μερικές θεμελιώδεις τέτοιες αλήθειες αποκαλύπτουν οι πίνακες που δημοσιεύουμε σήμερα. Αφορούν την εξέταση της μεταβολής μεγεθών όπως η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, η αποταμίευση και ο πληθυσμός σε σχέση με το ΑΕΠ μεταξύ των ετών 2008 και 2018. Η μεταβολή των μεγεθών εξετάζεται συγκριτικά μεταξύ των χωρών που υπήχθησαν σε καθεστώς μνημονίων: της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου.
Τα ευρήματα είναι πολύ εύγλωττα: όλες οι χώρες που πέρασαν από μνημόνια υποφέρουν σε αυτούς τους δείκτες, αλλά η Ελλάδα είναι η μόνη όπου τα πράγματα εξακολουθούν να επιδεινώνονται εν έτει 2018. Η ανάπτυξη ήρθε, αλλά οι πολίτες αυτής της χώρας εξακολουθούν να μην καταναλώνουν και να μην αποταμιεύουν, ενώ η πληθυσμιακή αιμορραγία συνεχίζεται με τους ίδιους ρυθμούς.
Κατανάλωση: καθηλωμένη
Η δημόσια και ιδιωτική κατανάλωση έχουν υποστεί πραγματική συντριβή. Η ιδιωτική κατανάλωση, κινητήρας της οικονομίας, μειώθηκε στα χρόνια από το 2008 μέχρι σήμερα κατά 23,56%, όσο και το ΑΕΠ (23%). Αυτό δείχνει τον άρρηκτο δεσμό που υπάρχει μεταξύ κατανάλωσης και ΑΕΠ. Οι συνέπειες από μια καθηλωμένη κατανάλωση δεν μπορούν παρά μόνο εν μέρει να αντισταθμιστούν από την εξωτερική ζήτηση (εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών). Η δημόσια κατανάλωση (του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα) μειώθηκε ακόμη περισσότερο, κατά 28%! Σε μια χώρα που ούτε οι πολίτες ούτε ο δημόσιος τομέας καταναλώνει, η ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να είναι αναιμική και να στηρίζεται αποκλειστικά σε ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, την ίδια περίοδο στην Ιρλανδία η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε κατά 6,2% και η ιδιωτική κατά 6,4%, στην Πορτογαλία η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 9,6% και η δημόσια μειώθηκε ελαφρά κατά 2,8% και στην Κύπρο η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε 8,7% και η δημόσια μειώθηκε κατά 9,4%. Η Ελλάδα είναι η μόνη μνημονιακή χώρα στην οποία υπήρξε τέτοια συντριβή της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης ταυτόχρονα.
Υπάρχει ωστόσο η αισιόδοξη άποψη πως όλα αυτά είναι παρελθόν. Πόση βάση έχει μια τέτοια αισιοδοξία; Ασφαλώς έχει κάποια βάση: η ιδιωτική κατανάλωση έχει αρχίσει να αυξάνεται αλλά σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν τα μνημονιακά μέτρα περικοπών όχι μόνο παραμένουν ακλόνητα αλλά πρόκειται να συμπληρωθούν και με νέα (μείωση συντάξεων και μείωση αφορολόγητου) που αναπόφευκτα θα προσγειώσουν ξανά την κατανάλωση;
Αποταμίευση: στην άβυσσο
Η εθνική αποταμίευση είχε ήδη αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης το 2008 (-6%), αλλά στη συνέχεια και μέχρι σήμερα υπέστη μια θεαματική «βουτιά» κατά 193,3%! Αν οι αρνητικοί ρυθμοί της αποταμίευσης το 2008 ήταν σημάδι της επερχόμενης κρίσης, σήμερα είναι σημάδι μιας κρίσης που θα επανέλθει μεσοπρόθεσμα. Χωρίς εθνική αποταμίευση και με αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών, η ανάγκη της εξωτερικής χρηματοδότησης θα παραμένει θηριώδης, το χρέος δεν μπορεί να μειωθεί και η Ελλάδα θα είναι έρμαιο των αγορών.
Στις τρεις υπόλοιπες πρώην μνημονιακές χώρες υπήρξε επίσης μεγάλη -αν και υποπολλαπλάσια της Ελλάδας- μείωση: στην Ιρλανδία μειώθηκε κατά 51,4%, στην Πορτογαλία κατά 50% και στην Κύπρο κατά 100%. Απλώς, στις άλλες χώρες η κατανάλωση αυξήθηκε, διότι προφανώς τα νοικοκυριά μπορούν να διαθέσουν ένα μέρος των ρευστών διαθεσίμων τους για να αγοράσουν επιπλέον προϊόντα και υπηρεσίες. Στην Ελλάδα όμως, το άγχος μη χαθεί το σπίτι από πλειστηριασμό (για την ώρα από το Δημόσιο, οσονούπω και από την τράπεζα) καλά κρατεί και δεν επιτρέπει «ανοίγματα». Με την περαιτέρω μείωση των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου να επικρέμανται σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω από τα νοικοκυριά δεν θα έρθει σύντομα και σε κάθε περίπτωση θα είναι ισχνή.
Μνημονιακή και μεταμνημονιακή… γήρανση
Ίσως όμως ο πλέον εύγλωττος δείκτης ότι η Ελλάδα νοσεί βαρέως, είναι ο δείκτης για τον πληθυσμό. Στα 8 μνημονιακά χρόνια ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 3,7% και συνεχίζει να μειώνεται με ρυθμό 50 και πλέον χιλιάδων ετησίως! Αν συνυπολογίσουμε ότι μετανάστευσε στο εξωτερικό ένα πολύτιμο δυναμικό με υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και ειδίκευση και σε παραγωγικές ηλικίες, τι συμπέρασμα είναι καταθλιπτικό: η Ελλάδα γερνάει και αποδυναμώνεται πληθυσμιακά και παραγωγικά. Όσοι έφυγαν και βρήκαν αξιοπρεπή εργασία στο εξωτερικό δεν θα ξαναγυρίσουν στην «κοιλάδα των δακρύων». Όσο για τις γεννήσεις, ο γάμος (που προϋποθέτει τουλάχιστον τη δυνατότητα να πληρώνεις ένα ενοίκιο) και οι ευθύνες ενός παιδιού θα παραμείνουν απαγορευτικά για μεγάλο διάστημα ακόμη. Όσοι δε έχουν ήδη κάνει παιδιά, προσπαθούν να σώσουν πάση δυνάμει το σπίτι για να το αφήσουν στα παιδιά τους και δεν διανοούνται νέες «υπερβάσεις».
Ουσιώδη και επουσιώδη
Οι «αγαπημένοι» στη δημοσιολογία και τις οικονομικές στήλες δείκτες των εθνικών στατιστικών είναι το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός, οι επενδύσεις κ.λπ. Είναι πράγματι σημαντικοί και λένε αλήθειες. Ωστόσο, οι δείκτες που εξετάζουμε εδώ έχουν ακόμη πιο στρατηγική σημασία αν θέλουμε να κάνουμε αξιόπιστες προβλέψεις για την πορεία των πραγμάτων. Πόσος «χώρος» μένει για «επούλωση των πληγών» σε μια χώρα που οι πολίτες της αλλά και ο δημόσιος τομέας της δεν καταναλώνουν, που δεν αποταμιεύει και που γερνάει και χάνει το πιο πολύτιμο παραγωγικό της δυναμικό;
Για να «ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη» θα χρειαστεί αρκετός χρόνος, ο οποίος όμως δεν υπάρχει. Διεθνώς βαδίζουμε στην καλύτερη περίπτωση για οικονομική επιβράδυνση. Η Ελλάδα βγήκε αργά από τα μνημόνια και θα έχει ελάχιστο χρόνο πριν την επόμενη περιπέτεια, χρόνο εντελώς ανεπαρκή για να πατήσει σταθερά στα πόδια της. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια…