Απάντηση σε ανάρτηση της χήρας του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, η οποία εκφράζει έντονα παράπονα για την συμπεριφορά της Αστυνομίας και για τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, καθώς και ότι πληροφορείται από διάφορες φήμες ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, εξέδωσε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, τονίζοντας ότι η έρευνα θα συνεχιστεί μέχρι να οδηγηθούν οι ένοχοι στην Δικαιοσύνη.
Επίσης υπογραμμίζεται σε ανακοίνωση του υπουργείου, ότι η χήρα του δημοσιογράφου μπορεί απευθείας να επικοινωνήσει και να συναντήσει τον υπουργό.
Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο, αναφέρει:
«Είναι αυτονόητο ότι η υπόθεση της διερεύνησης της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ θα συνεχιστεί μέχρι να βρεθούν οι ένοχοι και να αποδοθούν στη Δικαιοσύνη. Τη διαχείριση της υπόθεσης αυτής έχουν οι αρμόδιοι αξιωματικοί του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, οι οποίοι οφείλουν να ενημερώνουν για τις εξελίξεις τη χήρα του Γιώργου Καραϊβάζ. Ανεξάρτητα από αυτό, η χήρα του δολοφονηθέντος δημοσιογράφου μπορεί να επικοινωνήσει απευθείας και να συναντήσει τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη όποια στιγμή επιθυμεί».
Σημειώνεται ότι στην ανάρτηση της στα social media, η σύζυγος του Γιώργου Καραϊβάζ, Στάθα Αλεξανδροπούλου Καραϊβάζ, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ύστερα από 17 μήνες από την δολοφονία του δημοσιογράφου, δεν έχει γίνει καμία πρόοδος στην υπόθεση, ενώ επιπλέον δεν είχε καμία επικοινωνία με τον νέο επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, (αντίθετα από την συμπεριφορά του προηγούμενου), αλλά ούτε και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη έχει δεχτεί μέχρι σήμερα να την συναντήσει, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε στην μητέρα της για μια τέτοια συνάντηση.
Επισημαίνει ακόμα, ότι «με τίποτα δεν θα δεχθώ τη σιωπή, γιατί σωπαίνοντας είναι σαν να δίνω άλλοθι σ’ όλους αυτούς που ίσως εννοούν ότι ο Γιώργος είχε άλλου είδους διασυνδέσεις» και καταλήγοντας η χήρα του Γιώργου Καραϊβάζ ζητάει την βοήθεια όλων «προκειμένου να μην ξεχαστεί και αφεθεί το ειδεχθές έγκλημα ως έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου».