Γράφει ο Ceteris Paribus
Στις 10 Απριλίου του 2014 οι επιτελείς της κυβέρνησης Σαμαρά πανηγύριζαν: η πρώτη έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ύστερα από την ντε φάκτο χρεοκοπία του Μαΐου του 2010, ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη: το ελληνικό πενταετές ομόλογο πέτυχε επιτόκιο 4,95%, η έκδοση «μάζεψε» 3 δισ. ευρώ και οι προσφορές ήταν 8 φορές πάνω, το 90% των αγοραστών ήταν ξένοι θεσμικοί «υψηλής ποιότητας» και με μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα. Ακριβώς τρεις μήνες αργότερα, το κλίμα είχε αντιστραφεί: στις 11 Ιουλίου 2014 το ελληνικό Δημόσιο άντλησε τελικά μόνο 1,5 δισ. ευρώ έναντι αιτούμενου ποσού 3 δισ. ευρώ, καθώς τα επιτόκια που πρόσφεραν οι επενδυτές ήταν «τσιμπημένα», ενώ και οι προσφορές, περιλαμβανομένων και αυτών με «απαράδεκτο» επιτόκιο, μετά βίας κάλυψαν τα αιτούμενα 3 δισ. ευρώ.
Οι αιτίες γι’ αυτή τη μεταστροφή είναι διδακτικές: Πρώτο, ένα δυσμενές γύρισμα της ευρωπαϊκής συγκυρίας, καθώς συσσωρεύτηκαν σύννεφα ανησυχιών για την υγεία των ευρωπαϊκών τραπεζών, με αιχμή την κρίση της πορτογαλικής τράπεζας Espirito Santo, που δημιούργησε αρνητικό κλίμα για τα ομόλογα των κρατών της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Δεύτερο, η νέα «αφήγηση» της κυβέρνησης Σαμαρά περί «εξόδου από τα μνημόνια» η οποία συνοδεύτηκε με ψυχρότητα στις σχέσεις με το ΔΝΤ, που «πάγωσε» τις αγορές – οι οποίες είχαν τη διάθεση να χρηματοδοτήσουν το ελληνικό Δημόσιο, αλλά υπό τον όρο ότι παραμένουν οι εγγυήσεις των δανειστών.
Τρία χρόνια μετά την έκδοση του τριετούς «ομολόγου Σαμαρά», που λήγει στις 11 Ιουλίου, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αυτή τη φορά βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της εξόδου στις αγορές, η οποία βαρύνεται από τα ίδια ακριβώς διλήμματα και ρίσκα!
Στρατηγική «εξόδου από τα μνημόνια»
Οι επενδυτές είναι βέβαιο ότι θα «ακτινογραφήσουν» καλά και θα αξιολογήσουν πολύ ψηλά όσον αφορά τις επιλογές τους τη στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης για «έξοδο από τα μνημόνια». Αν διαβλέψουν ότι αυτή η στρατηγική «μυρίζει» κάποιου είδους «αντάρτικο» ενάντια στις διεθνείς εγγυήσεις στο ελληνικό πρόγραμμα, κάποια α λα Σαμαρά πρόωρη «έξοδο από τα μνημόνια», θα είναι διστακτικοί. Δηλώσεις που υπονοούν νέα «κόντρα» με το ΔΝΤ ή νέα «σκληρή διαπραγμάτευση» το 2018, δηλώσεις περί «πλήρους εξόδου από τα μνημόνια», δεν θα τύχουν καλής υποδοχής.
Από αυτή την άποψη, έχουμε αντιφατικά δείγματα από την πλευρά της κυβέρνησης. Από τη μια, δηλώσεις ότι η έξοδος στις αγορές θα γίνει «σοβαρά και χωρίς βιασύνες». Από την άλλη, δηλώσεις (του ίδιου του πρωθυπουργού) ότι η Ελλάδα θα βγει στις αγορές «αυτοδύναμα» και «χωρίς όρους».
Οι αγορές στη δεδομένη συγκυρία θέλουν να επενδύσουν στα ελληνικά ομόλογα, αλλά υπό τον όρο ότι παραμένουν στο ακέραιο οι εγγυήσεις των δανειστών, περιλαμβανομένου του ΔΝΤ. Αν η ελληνική κυβέρνηση αρχίσει τους υπαινιγμούς ότι ετοιμάζεται για «μάχη» ενάντια σε αυτές τις εγγυήσεις, θα αρχίσουν να δυστροπούν…
Στη γλώσσα της πολιτικής, αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να μπει στον πειρασμό να καθορίσει τη στρατηγική εξόδου στις αγορές από τις ανάγκες του εκλογικού κύκλου. Η έξοδος στις αγορές δεν είναι πολιτικό παίγνιο. Τυχαίνει να γνωρίζουμε ότι κάποιοι στην κυβέρνηση βλέπουν την επικείμενη έξοδο στις αγορές σαν ενός είδους ρεβάνς απέναντι στη ΝΔ, αναμένοντας να συγκρίνουν τα «στοιχεία ταυτότητας» (π.χ. επιτόκιο) των «ομολόγων Τσίπρα» με τα αντίστοιχα των «ομολόγων Σαμαρά»…
Η διεθνής συγκυρία
Όπως και το 2014, με τις εκδόσεις της κυβέρνησης Σαμαρά, μια πρώτη επιτυχημένη έκδοση δεν διασφαλίζει καθόλου την επιτυχία της επόμενης. Αρκεί να φυσήξει ένα «αεράκι» νευρικότητας στις αγορές, με οποιαδήποτε αφορμή, για να ακυρωθεί εν ριπή οφθαλμού η καλή τους διάθεση να επενδύσουν στα ελληνικά ομόλογα. Τέτοια αρνητικά «γυρίσματα» στη συγκυρία είναι συχνά, ακόμη και σε ανοδικές φάσεις για την οικονομία. Εν προκειμένω, η ζήτηση για ευρωπαϊκά ομόλογα και δη ομόλογα κρατών του ευρωπαϊκού Νότου, ακόμη ειδικότερα ελληνικών ομολόγων, η επιστροφή των αγορών σε αρνητική προδιάθεση μπορεί κάλλιστα να προέλθει από πολλούς παράγοντες: Είτε πολιτικούς (κάποια αρνητική εξέλιξη σε σημαντική ευρωπαϊκή χώρα ή αντιθέσεις και αστάθεια στα σχέδια αναδόμησης της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. κ.λπ.) είτε οικονομικούς (νέα προβλήματα με ευρωπαϊκές τράπεζες -το σταδιακό κλείσιμο της «ποσοτικής χαλάρωσης» από την ΕΚΤ θα μπορούσε να είναι μια αιτία-, αδυναμία είτε των ρυθμών ανάπτυξης είτε του πληθωρισμού να προσεγγίσει το επιθυμητοί 2% κ.λπ.). Δεν κάνουμε λόγο καν για το ενδεχόμενο μιας νέας, έστω και μικρού ή μεσαίου βεληνεκούς διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης… Σε αυτή την περίπτωση, η διάθεση των αγορών να επενδύσουν στα ελληνικά ομόλογα θα μπορούσε να εξαφανιστεί ένα μια νυκτί…
Μέχρι τα μέσα του 2018, οπότε λήγει το ελληνικό πρόγραμμα, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι απ’ όλα αυτά δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Ωστόσο, και τίποτε από όλα αυτά να μη συμβεί, αρκεί να υπάρξει κάποιου είδους αστάθεια στις συζητήσεις για τη συνέχεια του ελληνικού προγράμματος ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος στα μέσα του 2018, ώστε ο δρόμος προς τις αγορές να ξανακλείσει. Οι αγορές δεν είναι ο «χώρος της ελευθερίας» έναντι της «φυλακής» της επιτήρησης από τους δανειστές: είναι ένας επίσης σκληρός μηχανισμός επιτήρησης (διά των επιτοκίων και της διαθεσιμότητας δανειακών κεφαλαίων), από πολλές απόψεις πιο σκληρός, που επιπλέον έχει και την εξής ιδιότητα: δεν το… συζητάει.
Βεβαίως, από την άλλη πλευρά, όταν η συγκυρία στις αγορές είναι ευνοϊκή, δεν πρέπει κανείς να την αφήνει ανεκμετάλλευτη – αρκεί να γνωρίζει τα όρια.
Η «αυτοδύναμη» έξοδος και ο κίνδυνος της υποτροπής
Η Ελλάδα, τελούσα σε συνθήκες διεθνούς διαχείρισης μιας ντε φάκτο χρεοκοπίας, δεν πρόκειται να βγει «αυτοδύναμα» (δηλαδή καλύπτοντας το σύνολο των χρηματοδοτικών της αναγκών και χωρίς τις εγγυήσεις που παρέχει στις αγορές το πλαίσιο της μνημονιακής επιτροπείας) στις αγορές σε ένα χρόνο από τώρα. Αναλαμβάνοντας την «ιδιοκτησία» του προγράμματος, η κυβέρνηση δεν έχει δε κανένα λόγο -πέρα από το επικοινωνιακό και πολιτικό κίνητρο να χτίσει μια αφήγηση ότι έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια- να θέλει να αντικαταστήσει τα φτηνά δάνεια του ESM με τα πολύ ακριβότερα δάνεια των αγορών. Γνωρίζει και η ίδια πολύ καλά ότι το κλείδωμα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε βάθος… 4 δεκαετιών συνεπάγεται ένα μηχανισμό εποπτείας-επιτήρησης σε ανάλογο βάθος χρόνου.
Δεν επικαλούμαι την ανάγκη κάποιου είδους «σύνεσης» (που όμως από μόνη της είναι αρετή…), αλλά κυρίως την ανάγκη να συνειδητοποιηθεί ο θανάσιμος κίνδυνος της επιστροφής σε «κανονικό» μνημονιακό πρόγραμμα ύστερα από την πρόσκαιρη ευφορία της «εξόδου από τα μνημόνια». Αυτό μπορεί κάλλιστα να συμβεί αν μια υποτροπή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης «κλείσει» τις αγορές. Μια τέτοια επιστροφή θα είναι πολύ πιο επώδυνη από την όποια παράταση της παραμονής σε «κανονικό» πρόγραμμα, καθώς πιθανότατα θα συνδυαστεί με κρίση στις σχέσεις με την ίδια την Ευρωζώνη. Κάποιοι «άσπονδοι φίλοι» σε ευρωπαϊκές καγκελαρίες θα περίμεναν πώς και πώς μια τέτοια επιστροφή…
Υ.Γ. Καθώς η έξοδος στις αγορές (πιθανότατα με έκδοση 5ετούς ομολόγου – όπως ακριβώς και από την κυβέρνηση Σαμαρά…) επίκειται, θα επανέλθουμε στο θέμα μάλλον σύντομα, για να αναδείξουμε και κάποιες άλλες, ουσιώδεις πτυχές του.