Γράφει ο Ceteris Paribus
H ελληνική «καθαρή έξοδος από τα μνημόνια» είναι ένα σημαντικό ευρωπαϊκό και διεθνές πρότζεκτ. Δεν θα ήταν τέτοιο αν δεν άλλαζε ουσιαστικά τίποτε, όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα, όμως, δεν θα υπήρχε καν αν τα πράγματα άλλαζαν με τον τρόπο που ισχυρίζεται και υπόσχεται το κυβερνητικό success story.
Η «μορφή των πραγμάτων που θα ’ρθουν» ύστερα από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο, δεν θα μοιάζει ούτε με αυτά που ισχυρίζεται η κυβέρνηση ούτε με αυτά που ισχυρίζεται η αντιπολίτευση.
Θα μοιάζουν περισσότερο με όσα θα απαιτήσουν οι δανειστές, αλλά -και πάλι- όχι τόσο όσο οι τελευταίοι θα ήθελαν ή έχουν ως τα σήμερα… συνηθίσει.
Υπάρχουν δύο παράγοντες που αυτή τη φορά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε από τις 10 Μαΐου 2010 -όταν υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο- μέχρι σήμερα, κάνουν τις εξελίξεις και τις προοπτικές πιο «ανοιχτές» – σε βαθμό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά είναι υπαρκτός και υπολογίσιμος.
Οι δύο αυτοί παράγοντες είναι, αφενός η επιστροφή των αγορών στο «παιχνίδι» και αφετέρου το γεγονός ότι ο χρόνος των εκλογών αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της… διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών.
Ας εξηγηθούμε.
Η «επιστροφή» των αγορών…
Ο πρώτος είναι ότι στο παιχνίδι ξαναμπαίνουν οι αγορές. Αυτές ήταν που έκαναν υποχρεωτική την πολιτική επέμβαση των «εγγυητριών» δυνάμεων που σχημάτισαν την αρχική τρόικα και επέβαλαν το πρώτο μνημόνιο. Αυτές ήταν που επέβαλαν, απαίτησαν και εκβίασαν τις διεθνείς εγγυήσεις έναντι των παλιών τους τοποθετήσεων στο ελληνικό κρατικό χρέος. Αυτές είναι που θέτουν όρους και πλαίσια για την νέα επάνοδο του ελληνικού Δημοσίου στους κόλπους τους.
Όχι, δεν έχουν κάποια τρόικα να τις εκπροσωπεί ούτε κάποιο Eurogroup για να συμμετέχουν. Δεν χρειάζεται καν να «χτυπήσουν το χέρι» σε κάποιο τραπέζι. Δεν είναι κάποιου είδους «συλλογικό υποκείμενο» με ενιαία θέληση. Είναι κατακερματισμένες σε επιμέρους συμφέροντα, κι όμως τόσο ενιαίες σε θεμελιώδη στάνταρντς. Δεν συνηθίζουν να διαπραγματεύονται ούτε να κάνουν δηλώσεις εντυπωσιασμού: μιλάνε ωμά και απερίφραστα με τις πράξεις.
Ο κ. Κουτσολιούτσος, το αφεντικό της Folli Follie, κατάλαβε πολύ καλά την ωμότητα του «μηνύματος» του βρετανικού hedge fund που επιτέθηκε στη μετοχή της. Εκπροσωπούσε… απρόσωπα τις αγορές, παρότι δεν είχε καμιά συλλογική εξουσιοδότηση απ’ αυτές.
Πόση τέτοια ωμή «ειλικρίνεια» και αμεσότητα αντέχουν η ελληνική οικονομία και το ελληνικό Δημόσιο στην εποχή μετά την «καθαρή» έξοδο; Ποια αξία θα έχουν οι διαβεβαιώσεις της όποιας κυβέρνησης αν οι αγορές θεωρήσουν οι ελληνικές τράπεζες ή εταιρείες-leaders της ελληνικής αγοράς δεν «στέκουν καλά» ή αν, για οποιοδήποτε λόγο, θεωρήσουν ότι πρέπει να ζητήσουν πολύ υψηλό επιτόκιο για τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου σαν «ασφάλιστρο» για το υψηλό ρίσκο των επενδύσεών τους; Καμία απολύτως! Εκεί οι εξελίξεις είναι ακαριαίες και χωρίς επιστροφή, χωρίς δικαίωμα «έφεσης» σε κάποιο Eurogroup…
Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και όλους όσοι θα εμπνευστούν και επιβάλλουν την τελική μορφή της μεταμνημονιακής επιτήρησης. Είναι βεβαίως σωστό ότι η Κομισιόν και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, που θα αναλάβουν στο εξής τα καθήκοντα της επιτροπείας, θα έχουν σύμμαχό τους τις αγορές: η ωμή ετυμηγορία των αγορών θα καλύπτει πολλά από τα κενά ισχύος που θα έχει η νέα κορφή επιτήρησης.
Ωστόσο, η ωμότητα της αντίδρασης των αγορών δεν θα είναι επίφοβη μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις ευρωπαϊκές «εγγυήτριες» δυνάμεις: δεν θα θέλουν να ξανατεθεί από τις αγορές ζήτημα νέων εγγυήσεων μνημονιακού τύπου, διότι μια νέα τέτοια απαίτηση των αγορών πιθανότατα θα πυροδοτούσε μια νέα ευρωπαϊκή κρίση και θα δημιουργούσε τεράστιες πολιτικές δυσχέρειες σε πολλές χώρες-μέλη – αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θα σήμαινε για τις γερμανικές πολιτικές ισορροπίες να ξανατεθεί, το 2021 ας πούμε, ζήτημα νέας χρηματοδότησης της Ελλάδας επειδή απέτυχε να αυτοχρηματοδοτηθεί από τις αγορές…
Οι αγορές, λοιπόν, θα πιέζουν πρωτίστως την Ελλάδα, ώστε να συμμορφώνεται προς τα υποδείξεις χωρίς να αξιοποιεί τα «αργοκίνητα» χαρακτηριστικά της νέας επιτροπείας για να ασκεί «παρελκυστικές» τακτικές˙ θα πιέζει όμως, δευτερευόντως, και τις ευρωπαϊκές «εγγυήτριες» δυνάμεις, που δεν θα θέλουν να διαχειριστούν μια νέα «ελληνική περιπέτεια».
Δεν επιστρέφει, λοιπόν, η Ελλάδα στις αγορές. Το ακριβές είναι να πούμε ότι επιστρέφουν οι αγορές στο «παιχνίδι», σαν υπέρτατοι «ελεγκτές» της μετά την «καθαρή» έξοδο εποχής: όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και όσων θα εγγυηθούν την «καθαρή» έξοδο.
…και οι εκλογές
Το γεγονός είναι ότι οι ευρωπαϊκές «εγγυήτριες» δυνάμεις είναι πλέον πολιτικά δεσμευμένες στο πρότζεκτ της «καθαρής» εξόδου και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να το αποποιηθούν. Από την άλλη, κατανοούν πολύ καλά ότι θα είναι και οι ίδιες έκθετες έναντι των αγορών στην εποχή ύστερα από την «καθαρή» έξοδο αν το «πακέτο» αυτής της εξόδου δεν είναι όσο πιο στιβαρό και πειστικό γίνεται.
Όσο πιο «χαλαρό» θα είναι το πλαίσιο της συμφωνίας για τη μεταμνημονιακή επιτήρηση, τόσο βαρύτερες θα είναι οι υποθήκες να βρεθούν, στην πρώτη κρίσιμη καμπή, αντιμέτωπες ξανά με τις πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της αναζωπύρωσης του «ελληνικού προβλήματος».
Για την «Ελλάδα» γενικώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιατί απλούστατα εκπροσωπείται σε όλη αυτή τη διαδικασία από την τρέχουσα κυβέρνηση. Της οποία τα συμφέροντα, όπως και κάθε άλλης στη θέση της, είναι αντίθετα: ένα όσο γίνεται πιο «χαλαρό» πλαίσιο συμφωνίας για τη μεταμνημονιακή εποχή, ώστε να οργανώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση τον εκλογικό της σχεδιασμό.
Σε αυτή τη διελκυστίνδα, η σχέση μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών είναι σχέση αντίστροφων όρων: όσο λιγότερο «χαλαρή» είναι η συμφωνία, τόσο περισσότερο στριμώχνονται οι εκλογικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης˙ όσο περισσότερο «χαλαρή» είναι η συμφωνία, τόσο περισσότερο εκτεθειμένοι έναντι των αγορών είναι οι δανειστές. Όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, τη λύση δίνει ο συσχετισμός δύναμης, δηλαδή οι μοχλοί πίεσης που έχει στη διάθεσή της κάθε πλευρά.
Τι ζητάει και πού βασίζεται η ελληνική κυβέρνηση; Διαπραγματεύεται αυτά που θα διευκολύνουν τον εκλογικό της σχεδιασμό: όχι μόνο να μην εφαρμοστεί ένα χρόνο νωρίτερα, δηλαδή από το 2019, η μείωση του αφορολόγητου, αλλά και να μετατεθεί-συνδεθεί με προϋποθέσεις η νέα μείωση των συντάξεων, που έχει ήδη συμφωνηθεί ότι θα ισχύσει από 1/1/2019.
Ποιο μοχλό πίεσης έχει για να διαπραγματεύεται κάτι τέτοιο; Τις… εκλογές!
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει θέσει στους δανειστές το εξής δίλημμα: είτε μετατίθεται για μετά τις ελληνικές εκλογές η μείωση των συντάξεων, οπότε οι εκλογές θα γίνουν στη λήξη της τετραετίας, είτε οι εκλογές θα γίνουν στα τέλη του 2018.
Με λίγα λόγια, ο χρόνος των εκλογών έχει γίνει κι αυτός αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Γιατί όμως να φοβούνται εκλογές στα τέλη του 2018 οι δανειστές; Διότι φοβούνται ότι αυτό θα καταστρέψει μεγάλο μέρος των επιτευγμάτων όσον αφορά την προσαρμογή του ελληνικού πολιτικού συστήματος στις ανάγκες των προγραμμάτων προσαρμογής.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ να «λύνει τα σκοινιά» ύστερα από την «απομάκρυνση από το ταμείο» και να γυρνάει στη «φιλολαϊκή ρητορική» και με τον παράγοντα κοινωνικές αντιδράσεις να ξαναμπαίνει στο «παιχνίδι», η δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να εγγυάται τη μνημονιακή προσαρμογή θα μειωθεί δραματικά.
Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με βασικό μοχλό την… αναντικατάστατη «χρησιμότητά» της στην υλοποίηση του μνημονιακού προγράμματος, αυτή για την οποία τόσο πολύ έχει επαινεθεί από τους δανειστές! Λέει στους δανειστές: Για να συνεχίσουμε μαζί, για να συνεχίσω να εγγυώμαι, όπως μόνο εγώ μπορώ, την υλοποίηση του μνημονιακού προγράμματος, πρέπει να χαλαρώσουν κάποιοι όροι της μεταμνημονιακής περιόδου, ώστε να επιβιώσω πολιτικά και να αντέξω τις εκλογές στο τέλος της τετραετίας. Αλλιώς, θα αναγκαστώ να κάνω εκλογές στο τέλος του 2018…
Θα οδηγήσει αυτή η διελκυστίνδα σε κάποιο συμβιβασμό; Και τι τύπου; Ή, αντίθετα, εγκυμονεί αυτή η διελκυστίνδα κάποιου είδους «ρήξη»; Και τι τύπου; Στα ερωτήματα αυτά θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο επόμενο άρθρο μας.