Οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 κάλεσαν τις αντίπαλες πλευρές στο Σουδάν να παύσουν πυρ και τους ηγέτες τους να ξαναρχίσουν διάλογο.
Οι μάχες ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις και τη μεγαλύτερη παραστρατιωτική δύναμη του Σουδάν «απειλεί την ασφάλεια των σουδανών αμάχων» και «υπονομεύει τις προσπάθειες επανέναρξης της μετάβασης της χώρας στη δημοκρατία», αναφέρει ανακοίνωση των επικεφαλής της διπλωματίας των κρατών μελών της ομάδας των επτά.
«Παροτρύνουμε τα μέρη να σταματήσουν τις εχθροπραξίες αμέσως, άνευ προϋποθέσεων. Καλούμε όλους τους παράγοντες να αποκηρύξουν τη βία, να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις και να λάβουν ενεργά μέτρα για τη μείωση των εντάσεων και για να υπάρξουν εγγυήσεις για την ασφάλεια όλων των αμάχων, συμπεριλαμβανομένου του διπλωματικού και ανθρωπιστικού προσωπικού», προστίθεται στο κείμενο των ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας, που ασκεί την εναλλασσόμενη προεδρία της G7.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών εκτιμά πως τουλάχιστον 185 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και άλλοι 1.800 έχουν τραυματιστεί στις μάχες που ξέσπασαν το Σάββατο και μαίνονται έκτοτε. Ο απολογισμός των θυμάτων όμως θεωρείται βέβαιο πως είναι πολύ πιο βαρύς στην πραγματικότητα.
Να κηρύξουν κατάπαυση του πυρός κάλεσε ο Άντ. Μπλίνκεν τους στρατηγούς στο Σουδάν
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος επισκέπτεται την Ιαπωνία, συζήτησε σήμερα χωριστά με τους δυο αντίπαλους στρατηγούς που έχουν εμπλακεί σε αιματηρή σύγκρουση για την εξουσία στο Σουδάν και επέμεινε στο ότι «επείγει να κηρυχθεί κατάπαυση του πυρός».
Η κατάπαυση του πυρός «θα επέτρεπε να διανεμηθεί ανθρωπιστική βοήθεια στους ανθρώπους που επλήγησαν από τις μάχες, να επανενωθούν οι σουδανικές οικογένειες και να υπάρξουν εγγυήσεις για την ασφάλεια των μελών της διεθνούς κοινότητας στο Χαρτούμ», τόνισε ο κ. Μπλίνκεν στους συνομιλητές του, σύμφωνα με δελτίο Τύπου που έδωσε στη δημοσιότητα ο εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ, ο Βεντάντ Πατέλ.
Η G7 εναντιώνεται στη «στρατιωτικοποίηση» της Νότιας Σινικής Θάλασσας από την Κίνα
Οι επικεφαλής της διπλωματίας των κρατών της G7 εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη «στρατιωτικοποίηση» από πλευράς Πεκίνου της Νότιας Σινικής Θάλασσας, ενώ υπογράμμισαν την αμετάβλητη θέση τους για την Ταϊβάν στην κοινή ανακοίνωση που δημοσιοποίησαν μετά τις διήμερες συνομιλίες τους στην Ιαπωνία.
«Δεν υφίσταται νομική βάση για τις επεκτατικές διεκδικήσεις» του Πεκίνου στη Νότια Σινική Θάλασσα και «εναντιωνόμαστε στις δραστηριότητες στρατιωτικοποίησης στην περιοχή απο την Κίνα», υπογραμμίζεται στο κείμενο.
«Επαναλαμβάνουμε την έκκλησή μας στην Κίνα να ενεργεί ως υπεύθυνο μέλος της διεθνούς κοινότητας», συνεχίζει το κοινό ανακοινωθέν.
Η G7, μετά τα στρατιωτικά γυμνάσια της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν αυτό τον μήνα, τονίζει ότο «η ειρήνη και η σταθερότητα» στο στενό «είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την ασφάλεια και την ευημερία της διεθνούς κοινότητας».
Επιπλέον, στο κείμενο επισημαίνεται πως οι επτά πιο βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου ανησυχούν για της «παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στη Σιντζιάνγκ και στο Θιβέτ.
Οι επικεφαλής της διπλωματίας των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας νουθετούν ακόμα το Πεκίνο να «ενεργεί υπεύθυνα στον κυβερνοχώρο» και προειδοποιούν πως δεν θα ανεχθούν «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας με σκοπό να εξασφαλιστεί κέρδος» στον ψηφιακό κόσμο από κινεζικής πλευράς.
Μολαταύτα -παρά τη λιτανεία επικρίσεων σε βάρος της Κίνας-, οι ΥΠΕΞ της G7 σημειώνουν πως θέλουν συνεργασία με το Πεκίνο ειδικά για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, την προστασία της βιοποικιλότητας, την προστασία της δημόσιας υγείας σε διεθνές επίπεδο και την οικονομική ανάκαμψη.
Η υπουργική σύνοδος είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, ενόψει της προσεχούς συνόδου κορυφής της G7, τον Μάιο στη Χιροσίμα.