Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Η μόνη βεβαιότητα ως προς το πότε θα πάμε στις κάλπες για την ανάδειξη νέας βουλής και κυβέρνησης είναι πως αυτό θα συμβεί μέσα στο 2019. Αλλά η τελική επιλογή για το ακριβές χρονικό σημείο είναι “προνόμιο” του πρωθυπουργού.
Σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ο χρόνος των εκλογών αποτέλεσε σύνηθες εργαλείο πολιτικής στρατηγικής. Είναι χαρακτηριστικό πως από την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2015, δηλαδή μέσα σε 41 χρόνια, έγιναν 17 εκλογικές αναμετρήσεις. Επτά περισσότερες από όσες θα έπρεπε σύμφωνα με τη συνταγματική πρόβλεψη της τετραετίας.
Η “εργαλειακή” χρήση του χρόνου των εκλογών αποτέλεσε “κοινό τόπο” για τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα. ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Γι αυτό και η σχετική απροθυμία στη συζητούμενη Συνταγματική Αναθεώρηση να συμπεριληφθεί η υποχρεωτικότητα της εξάντλησης της τετραετίας. Τα κόμματα επιθυμούν, άσχετα αν το ομολογούν ή όχι, να διατηρήσουν ως εργαλείο πολιτικής στρατηγικής τον χρόνο προκήρυξης των εκλογών, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση ή τον χρόνο εξαναγκασμού προσφυγής στις εκλογές, όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση (βλέπε περίπτωση εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας).
Σάρκα εκ της σαρκός της Μεταπολίτευσης ο Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποίησε ήδη ευφυώς αυτό το εργαλείο, όταν προκήρυξε εκλογές τον Σεπτέμβρη του 2015 νομιμοποιώντας τον “ιστορικό συμβιβασμό” με τους δανειστές. Και είναι βέβαιο πως το ίδιο ευφυώς θα επιδιώξει να ξανακάνει. Αυτή τη φορά όχι για να τις κερδίσει αλλά για να γράψει τις μικρότερες δυνατές απώλειες και πάνω απ’ όλα να αποτρέψει το σενάριο η επόμενη βουλή να μπορεί να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2020 χωρίς τη συγκατάθεση του ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδοξο είναι πως αυτή τη φορά η εργαλειακή χρήση του χρόνου των εκλογών υπηρετεί τη συνταγματική τάξη, δηλαδή την εξάντληση της τετραετίας.
Εκλογές νωρίτερα της συνταγματικής εκπνοής δεν έχει κανένα λόγο να κάνει ο Τσίπρας. Ξέρει πως θα τη χάσει. Και θα είναι ένα άλμα στο κενό διότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει τη διαφορά με τη ΝΔ που είναι και το ζητούμενό του καθώς οι δημοσκοπήσεις έχουν μόνον σχετική αξία. Αντίθετα έγκυρη “δημοσκόπηση” μπορούν να αποτελέσουν οι ευρωεκλογές και ως ένα βαθμό και οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Οπότε με πραγματικά δεδομένα θα προσπαθήσει πλέον να επιτύχει το στρατηγικό στόχο που προαναφέρθηκε, δηλαδή την αδυναμία συγκρότησης “προεδρικής πλειοψηφίας” χωρίς τη συμμετοχή του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ.
Ασφαλώς το 2019 είναι μια χρονιά μεγάλων αβεβαιοτήτων σε πολλά μέτωπα. Από τον τουρισμό μέχρι τις τράπεζες κι από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας μέχρι τις αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία. Και την ίδια στιγμή ο Τσίπρας έχει ανοίξει δυο μεγάλα θέματα, το Μακεδονικό και την Εκκλησία, που τον φέρνουν απέναντι στον κυβερνητικό εταίρο του Πάνο Καμένο. Με την κοινή λογική οι εκλογές θα έπρεπε να θεωρηθούν αναπόφευκτες. Όμως η στάση του Π. Καμένου – “καταψηφίζω ad hoc, στηρίζω με ψήφο εμπιστοσύνης” – ομολογουμένως λύνει τα χέρια του Τσίπρα για να εξαντλήσει ως τα ακρότατα όριά του τον συνταγματικά προβλεπόμενο χρόνο της διακυβέρνησής του.
ΥΓ: Για τη στάση του Π. Καμένου και το πως αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, το πολιτικό λεξιλόγιο αποδεικνύεται φτωχό. Η περίπτωση είναι πιο κοντά στην κβαντική μηχανική. Στο διάσημο νοητικό πείραμα, η γάτα του Σρέντινγκερ και ζει και δεν ζει ταυτόχρονα. Το ίδιο κι ο Καμένος.