Γράφει ο Γιάννης Καραμαγκάλης
H δαρβινική νομοτέλεια και εσχατολογία που συνοδεύει καθετί το ζωντανό και εξελισσόμενο, φαίνεται πως έχει επιδράσεις και στην πολιτική. Η τελευταία ως ζωντανός και –άλλοτε εύκολα άλλοτε δύσκολα- μεταβαλλόμενος πολιτικός χώρος, έχει διαβεί και οδεύει προς το τέλος μια εποχής.
Μιας εποχής βαθιάς σήψης η οποία διέτρεξε κάθετα πολιτικές και πρόσωπα και η οποία άργησε να φανεί , καθώς το ακριβοπληρωμένο της παραπέτασμα κράτησε για σχεδόν δύο δεκαετίες του κραδασμούς και τις φωνές που τσίριζαν περί διαφθοράς και αναξιοκρατίας. Το κάλυμμα αυτό όμως ράγισε και καταρρέει συνεχώς από το σωτήριο έτος 2008, καθώς δεν αποδείχθηκε ικανό να σπογγίσει τις δονήσεις της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Ένα παραπέτασμα made in Greece λοιπόν, χωρίς ευρωπαϊκές προδιαγραφές και εγγυήσεις.
H ώρα που το σκαρί της άλλοτε ελληνικής ναυαρχίδας σφυροκοπείται αλύπητα έφτασε, και δυστυχώς οι καπετάνιοι εγκατέλειψαν το πλοίο πιο γρήγορα από τους ποντικούς.
Αποδείχτηκε μέσα σε 5 χρόνια όχι μόνο η πανθομολογούμενη αποτυχία των μέχρι πρωτινός πολιτικών βαρόνων να διαχειριστούν μια κρίσιμη κατάσταση, αλλά και η σαθρότητα του σκεπτικού της εκλογικής βάσης η οποία τους αναδείκνυε επί σειρά ετών. Και τώρα που η υπό κατάρρευση γαλέρα δεν πλέει στα νερά των διεθνών αγορών, στο ναυπηγείο επικρατεί διαφωνία για το ποιος θα ηγηθεί της ανακατασκευής, πολιτικά, προσωπικά και ιδεολογικά.
Το επίμαχο ζήτημα, που ανακύπτει αμέσως μετά την αδυναμία ψήφισης του ΠτΔ, είναι το ποιος θα αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης. Οι επιλογές είναι λίγο ως πολύ, α\στο σύνολό τους, πάρα πολύ κακές: Η Νέα Δημοκρατία των σκανδάλων, των παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη, της αδιαφάνειας; Ο πολυταυτοτικός ΣΥ.ΡΙΖ.Α που άλλα δηλώνει το πρωί και άλλα δηλώνει το βράδυ μέσω στελεχών του και που επιδεικνύει μία άκρως επικίνδυνη άγνοια και ανωριμότητα σε ζητήματα διαπραγμάτευσης με τους εταίρους ή μήπως η κεντροαριστερά που εδώ και πέντε χρόνια ανασυγκροτείται;
Τώρα που η «κεντροδεξιά» καταρρέει, με αφορμή και την επικείμενες εκλογές, που θα αποδειχθούν πανωλεθρία για την Νέα Δημοκρατία, ο πολιτικός αυτός χώρος θα μείνει κενός, ή ακόμα χειρότερα, κίβδηλα εκπροσωπούμενος από τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Για να γλιτώσει λοιπόν η κεντροδεξιά την αφάνεια ή στην καλύτερη περίπτωση το “σύνδρομο της καρικατούρας” που θα της προσδώσουν οι ΑΝ.ΕΛ, οφείλει να δημιουργηθεί από το μηδέν. Όχι να «ανασυσταθεί» κατά τα ελληνικά σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα, αλλά να δημιουργηθεί από το μηδέν, με ότι σημαίνει η φράση αυτή.
Η πρόταση είναι η εξής : Μια νέα ισχυρή και ευρωπαϊκή κεντροδεξιά. Φυσικά εδώ ανακύπτει πληθώρα ερωτημάτων και επικρίσεων πάσης φύσεως. Το σημαντικότερο από τα ερωτήματα αυτά είναι η ιδεολογική ιδιοσυστασία του κόμματος αυτού . Έχοντας υπόψιν την λεπτή ισορροπία και παρεξηγημένο συσχετισμό μεταξύ συντηρητισμού και φιλελευθερισμού, η απάντηση είναι δύσκολη. Ωστόσο πρέπει να λάβουμε υπόψιν πως η πολιτική θεωρία ποτέ δεν είχε γνήσια αποτυπώματα στα πολιτικά συστήματα. Ακόμα και αν κάποιοι φωνάζουν πως η κεντροδεξιά πρέπει να είναι πάση θυσία «συντηρητική», ένεκα ευρωπαϊκών παραδειγμάτων, η ελληνική πραγματικότητα, έχει δείξει πως τα μοντέλα πολιτικής θεωρίας προσαρμόζονται με ιδιορρυθμίες στα εγχώρια δεδομένα.
Ωστόσο, φέρνοντας στο νου μου , την εξ αριστερών επιχειρηματολογία του «γιατί να μην δοκιμάσουμε ΣΥ.ΡΙΖ.Α;» , ανταπαντώ με το ερώτημα «γιατί να μην δοκιμάσουμε , μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό;».
Eάν συσχετίσουμε τα δύο ερωτήματα και αναλογιστούμε ποιο εκ των δύο κρίνεται αναγκαίο , αναπόφευκτα καταλήγουμε στην δεύτερη επιλογή. Και αυτό συμβαίνει όχι λόγω προσωπικών πεποιθήσεων και παρωπιδισμού, αλλά εκ των πραγμάτων που θέλουν την ελληνική αριστερίζουσα σοσιαλδημοκρατική λογική να προΐσταται του κρατισμού και των στρεβλωμένων προτύπων συνδικαλισμού και διαχείρισης του κράτους όλα αυτά τα χρόνια. Η σημερινή αριστερά της προόδου, αυτή που κατηγορεί τον δικομματισμό ως δήμιο του κράτους και της κοινωνικής συνοχής , ήταν εκείνη που εξόπλισε με τις ιδεολογικές της στρεβλώσεις τα σκάνδαλα και τις νοοτροπίες που οδήγησαν την χώρα σε τέλμα.
Αυτό που η Ελλάδα δεν έχει γευτεί, είναι η ουσιαστική φιλελεύθερη μεταρρύθμιση θεσμών και νοοτροπιών, αυτή που με πομφόλυγες διακήρυττε η πλειονότητα των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων.
Πρόκειται για μία κεντροδεξιά εκφραζόμενη μέσω ενός νέου κομματικού μηχανισμού , με ανανεωτικό αέρα στις ιδέες, στα πρόσωπα και τις πρακτικές. Πρόκειται για ένα αμιγώς ευρωπαϊκό κόμμα στις νόρμες και τα καλούπια των σύγχρονων κομμάτων, με σκοπό αφενός την ανάπλαση της οικονομίας της χώρας και αφετέρου τον συλλήβδην εκσυγχρονισμό όλων των εκφάνσεων του δημόσιου βίου.
Ένα κόμμα, το οποίο θα θέσει όρια στην κρατική δραστηριότητα και που θα θέσει βάσεις για ορθολογική διαχείριση πάσης φύσεως καταστάσεων ,ανεξαρτήτου περίστασης και πολιτικού κόστους.
Αλήθεια, είναι εφικτή αυτή η νέα κεντροδεξιά; Αν ναι , ποιος θα ηγηθεί αυτής; Αν ναι, ποιοι θα την στελεχώσουν και σε ποιους θα απευθύνεται; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι καίρια για την συγκρότηση της. Εκτός όμως από τα ερωτήματα και τις αμφιβολίες, παρουσιάζεται στεντόρεια η επιβλητικότητα της αλλαγής. Εκείνης που οι εξόριστες στη αφάνεια προοδευτικές δυνάμεις πρεσβεύουν και θέτουν πάνω από οποιαδήποτε ανάγκη και αξία. Της επιβλητικότητας της νέας θεμιτά πατριωτικής ,μεταρρυθμιστικής και ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.
Η νέα κεντροδεξιά, τέλος, πρέπει να βασιστεί σε έναν στόχο-πυλώνα: Να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη την εμπιστοσύνη των πολιτών πρώτον προς τους θεσμούς, δεύτερον προς το πολιτικό σύστημα και τρίτον προς την ίδια την Δημοκρατία. Γιατί το τελευταίο είναι το ζήτημα που θα μας χτυπήσει την πόρτα σύντομα και με δύναμη, εάν η κεντροδεξιά καταρρεύσει και δεν ξανασηκωθεί στα πόδια της…