Η πρώτη πτήση με αεροπλάνο έγινε από τους Αδελφούς Ράιτ πάνω από την ανεμοδαρμένη παραλία του Kitty Hawk της Βόρειας Καρολίνας το 1903, καλύπτοντας απόσταση 120 ποδών.
Το αεροσκάφος εκείνο με το οποίο έγινε εκείνη η πρώτη, ιστορική πτήση θα χωρούσε άνετα μέσα στο Antonov AN-225 Mriya, το μεγαλύτερο αεροσκάφος στον κόσμο που είναι πλήρως λειτουργικό.
Όπως γράφει το CNN.com, με έξι τούρμπο κινητήρες και άνοιγμα φτερών που ισοδυναμεί σχεδόν με το μήκος ενός γηπέδου ποδοσφαίρου, αυτός ο γίγαντας των αιθέρων μπορεί να μεταφέρει μεγαλύτερη και βαρύτερα φορτία από οποιοδήποτε άλλο αεροσκάφος.
Και είναι μοναδικό στον κόσμο της αεροπλοΐας, καθώς δεν κατασκευάστηκε άλλο σαν κι αυτό.
Προσφάτως, το αεροσκάφος χρησιμοποιήθηκε στις προσπάθειες ανακούφισης από τον Covid-19, μέσω της μεταφοράς απίστευτων ποσοτήτων προστατευτικού εξοπλισμού. Η αρχική του αποστολή, ωστόσο, ήταν πολύ διαφορετική: «γεννήθηκε» μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο και σχεδιάστηκε με σκοπό να αποτελέσει μέρος του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος.
Μια νέα εποχή στην εξερεύνηση του διαστήματος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1981, όταν εκτοξεύτηκε το πρώτο διαστημικό λεωφορείο και μπήκε σε τροχιά από το Kennedy Space Center της ΝΑΣΑ στη Φλόριντα των ΗΠΑ.
Η δυνατότητά του για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων προωθήθηκε από το πεντάγωνο και η τότε ΕΣΣΔ το θεώρησε αυτό ως απειλή., γι’ αυτό και θέλησε να φτιάξει κάτι ανάλογο.
Το αποτέλεσμα ήταν το Buran (που σημαίνει «χιονοθύελλα» στα ρωσικά). Ηταν ένα ρωσικό διαστημικό λεωφορείο που έμοιζε πάρα πολύ με το αμερικανικό.
Ωστόσο, το Buran είχε ένα βασικό τεχνικό πρόβλημα: το πώς θα μεταφερθεί το διαστημικό σκάφος από τις εγκαταστάσεις παραγωγής έξω από τη Μόσχα έως το κοσμοδρόμιο Baikonurhow, 1.300 μίλια μακριά από το σημερινό νότιο Καζανκστάν, απ’ όπου αποχωρούσαν οι σοβιετικές διαστημικές αποστολές.
Ετσι, αντί να κατασκευάσουν έναν νέο αυτοκινητόδρομο μέσα από ποτάμια και βουνά, Σοβιετικοί μηχανικοί ζήτησαν από το Antonov Design Bureau στο Κίεβο να φτιάξει ένα νέο αεροσκάφος που θα μπορούσε να μεταφέρει το διαστημικό λεωφορείο.
Κάπως έτσι πήρε σάρκα και οστά το Antonov, που βασίστηκε σε ένα υπάρχον μοντέλο, ένα AN-124 Ruslan, το οποίο ήταν μεγαλύτερο από το Boeing 747-400.
Το συνολικό του μέγεθος αυξήθηκε σημαντικά, με στόχο να διπλασιαστεί η χωρητικότητα φορτίου. Μεταξύ των ορατών αναβαθμίσεων ήταν ένα έξτρα ζευγάρι κινητήρων, ανεβάζοντας το σύνολο σε έξι και ένα μακρύτερο εργαλείο προσγείωσης. Προστέθηκε επίσης μια νέα διπλή ουρά με έναν υπερμεγέθη κάθετο σταθεροποιητή ώστε να μπορεί να μεταφέρει στο πίσω μέρος του το Buran.
Το αποτέλεσμα βαπτίστηκε AN-225 Mriya, που στα ουκρανικά σημαίνει «θαύμα» . Ηταν μάλιστα το πρώτο ρωσικό αεροσκάφος που πήρε ουκρανικό όνομα.
Το αεροσκάφος ολοκληρώθηκε μέσα σε 3,5 χρόνια, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να προλάβει το Buran, που προχωρούσε με πιο γρήγορους ρυθμούς κι έτσι υιοθετήθηκε μια άλλα λύση: η προσαρμογή ενός στόλου παλαιών βομβαρδιστικών 3M-T για τη μεταφορά του διαστημικού σκάφους χωρίς να έχει συναρμολογηθεί.
Και το Buran και το AN-225 πέταξαν για πρώτη φορά στα τέλη του 1988, έναν χρόνο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που υπήρξε το πρελούδιο της διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης.
Ετσι τελικά το πρόγραμμα Buran ακυρώθηκε μετά από μια επίσημη αποστολή.
Το ντουέτο ωστόσο έκλεψε την παράσταση όταν εμφανίστηκε στο Air Show στο Παρίσι το 1989.
Μια πρόταση να μεταμορφωθεί το αεροσκάφος σε ξενοδοχείο, με σουίτες και πισίνες, καθώς και με χώρο για 1.5000 καλεσμένους δεν υλοποιήθηκε ποτέ και το AN-225 κατέληξε σε ένα υπόστεγο όπου απογυμνώθηκε για εξαρτήματα και αφέθηκε να σκουριάζει για επτά χρόνια.
Ωσπου το 2001, το AN-225 «αναστήθηκε», αναβαθμίστηκε με μοντέρνο εξοπλισμό και ξαναμπήκε σε λειτουργία. Από τότε έχει μεταφέρει τουρμπίνες, πυρηνικά καύσιμα, φορτηγά, ελαφρά αεροσκάφη, ακόμα τρένα.
Μπορεί άνετα να μεταφέρει 16 εμπορευματοκιβώτια ή 80 οικογενειακά αυτοκίνητα.
Τον Απρίλιο του 2020, το AN-225 έσπασε και νέο ρεκόρ μεταφέροντας 100 τόνους προστατευτικού εξοπλισμού κατά του Covid-19, φάρμακα και τεστ από την κινεζική πόλη Τιανζίν στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Η προσγείωσή του στην Πολωνία παρακολουθήθηκε ζωντανά από 80.000 άτομα.