Η Ιταλία εξετάζει να προχωρήσει σε μια κίνηση που ενδεχομένως να αναζωπυρώσει την ένταση στις εμπορικές της σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2025, οι ιταλικές αρχές εξετάζουν να επεκτείνουν την επιβολή του φόρου ψηφιακών υπηρεσιών (DST), ο οποίος έχει ήδη εξοργίσει την Ουάσινγκτον.
Οι στόχοι του DST θα είναι ψηφιακοί κολοσσοί όπως η Google, η Meta και η Amazon – ως επί το πλείστον, δηλαδή, αμερικανικές εταιρείες. Η Ιταλία εφάρμοσε για πρώτη φορά τον φόρο ψηφιακών υπηρεσιών το 2019: 3% επί των εσόδων από ψηφιακές συναλλαγές για εταιρείες με πωλήσεις που υπερβαίνουν παγκοσμίως τα 750 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα από πωλήσεις στην Ιταλία θα πρέπει να πιάνουν το όριο των 5,5 εκατ. ευρώ.
Προς το παρόν τα έσοδα από την εν λόγω φορολογία για το ιταλικό κράτος ανέρχονται στα περίπου 400 εκατ. ευρώ ετησίως, αλλά η Ρώμη πιστεύει ότι υπάρχει “και άλλο κρέας στο κόκαλο” των ψηφιακών υπηρεσιών – είτε αυξάνοντας τον φορολογικό συντελεστή είτε διευρύνοντας τη βάση επιβολής του φόρου μειώνοντας το πλαφόν των εταιρικών εσόδων.
Η Ουάσινγκτον αντιτίθεται πάγια στη μονομερή επιβολή φόρων για ψηφιακές υπηρεσίες, από οποιοδήποτε κράτος, θεωρώντας ότι έτσι αδικούνται κυρίως οι αμερικανικές εταιρείες. Στο παρελθόν οι ΗΠΑ είχαν απειλήσει να επιβάλουν δασμούς σε προϊόντα που προέρχονται από ευρωπαϊκά κράτη -μεταξύ αυτών και η Ιταλία- στη σκιά των σκέψεων που έκαναν οι αρχές να θεσπίσουν μια παρόμοια φορολογική πολιτική με τον DST. Εντέλει οι ΗΠΑ δεν εφάρμοσαν την απειλή τους καθώς ήρθαν σε συμφωνία με τα ευρωπαϊκά κράτη, όμως οι σκέψεις της Ρώμης για επιβολή DST ίσως επαναφέρουν το θέμα στο προσκήνιο.
Για την Ιταλία, οι αμερικανικοί δασμοί θα ήταν μεγάλο πλήγμα – βασικοί τομείς της ιταλικής οικονομίας, από τη μεταποίηση έως τη γεωργία, θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα, αφού ιστορικά οι ΗΠΑ αποτελούν κορυφαίο προορισμό για τις ιταλικές εξαγωγές, κυρίως στους τομείς της φαρμακοβιομηχανίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Καθώς η Ιταλία προσπαθεί να διαχειριστεί τα δημοσιονομικά της αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του πληθωρισμού και του αυξανόμενου δημόσιου χρέους, οι οικονομικές επιπτώσεις από τους αμερικανικούς δασμούς θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές και να ξεφύγουν από το πεδίο της οικονομίας. Μια ένταση στις διπλωματικές σχέσεις Ρώμης-Ουάσινγκτον θα αποδυνάμωνε τη φωνή της Ιταλίας διεθνώς και όσον αφορά τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις αλλά και περιορίζοντας ευρύτερα την επιρροή της στις διεθνείς εξελίξεις.
Η δυσχερής θέση στην οποία έχει περιέλθει η Ιταλία αποτυπώνει τη συνολικότερη αποτυχία της διεθνούς φορολογικής μεταρρύθμισης – ο φόρος των ψηφιακών υπηρεσιών υποτίθεται ότι θα ήταν ένα προσωρινό μέτρο μέχρι να επιτευχθούν ευρύτερες συμφωνίες για την ανακατανομή των φορολογικών δικαιωμάτων των πολυεθνικών εταιρειών. Παρά τις πολυετείς διαπραγματεύσεις, η συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ έχει κολλήσει. Η Ιταλία βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορεί πλέον να περιμένει μια διεθνή συναίνεση και ίσως πρέπει να δράσει μονομερώς.
Ταυτόχρονα, επιδιώκοντας μια πιο “αυστηρή” φορολόγηση επί των ψηφιακών υπηρεσιών, η Ιταλία μπορεί να καθυστερήσει και άλλο τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ιταλίας προβλέπεται να φθάσει το 3,3% το 2025 και η κυβέρνηση αναζητά -με επιθετικό τρόπο- νέες πηγές εσόδων για να καλύψει το κενό. Η επέκταση του DST μπορεί βραχυπρόθεσμα να μοιάζει ως ρεαλιστική λύση, αλλά η οικονομική επιβάρυνση από τους πρόσθετους δασμούς που θα επέβαλαν οι ΗΠΑ θα μπορούσε να “ακυρώσει” αμέσως τα οφέλη.
Η Ιταλία πρέπει να υιοθετήσει μια προσεκτική, διπλωματική προσέγγιση – να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ για να διαπραγματευτεί εναλλακτικές λύσεις ή να συνεργαστεί με την ΕΕ για τη θέσπιση ενός πολυμερούς DST. Το ιταλικό κράτος πρέπει να κινηθεί προσεκτικά και να σταθμίσει τα πιθανά οφέλη από έναν αυστηρότερο φόρο των ψηφιακών υπηρεσιών έναντι της μακροπρόθεσμης σταθερότητας αυτής της ροής εσόδων. Η λεπτή ισορροπία μεταξύ δημοσιονομικής ανάγκης και διεθνούς διπλωματίας είναι καθοριστικός παράγοντας για να δούμε αν μπορεί να λυθεί το πρόβλημα των εσόδων της Ιταλίας χωρίς να εμπλακεί η χώρα σε μια παγκόσμια διαμάχη που θα της στοιχίσει.
Του Andrew Leahey από το forbesgreece
Μετάφραση – επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος