Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο στη Βραζιλία προειδοποιούν ότι η συχνή κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων, όπως τα χοτ ντογκ και η κατεψυγμένη πίτσα, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης.
Στο πλαίσιο της μελέτης τους που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «JAMA Neurology», οι ερευνητές εξέτασαν περισσότερα από 10.000 άτομα για μια μέση περίοδο 8 ετών. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα των οποίων η ημερήσια πρόσληψη θερμίδων προερχόταν τουλάχιστον κατά 20% από υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα, εμφάνισαν 25% ταχύτερη μείωση των εκτελεστικών λειτουργιών και 28% ταχύτερο ρυθμό συνολικής γνωστικής εξασθένησης.
Η ερευνητική ομάδα πρότεινε ότι οι κυτοκίνες – φλεγμονώδεις πρωτεΐνες που φτιάχνει ο οργανισμός και οι οποίες πιστεύεται ότι ενισχύονται από τα ζαχαρούχα τρόφιμα – θα μπορούσαν να ευθύνονται για τον ταχύτερο ρυθμό συρρίκνωσης του εγκεφάλου. Προηγούμενες έρευνες έχουν συνδέσει τις χημικές ουσίες με τη γνωστική παρακμή.
Τα υπέρ-επεξεργασμένα τρόφιμα έχουν γενικά υψηλότερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη, αλάτι και κορεσμένα λιπαρά σε σύγκριση με τα λιγότερο επεξεργασμένα. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα έτοιμα γεύματα, τα παγωτά, τα λουκάνικα, το τηγανητό κοτόπουλο, τα δημητριακά πρωϊνού και η κέτσαπ. Διαφέρουν από τα τρόφιμα που υφίστανται επεξεργασία για να διαρκέσουν περισσότερο ή για να βελτιωθεί η γεύση τους, όπως το παστό κρέας, το τυρί και το φρέσκο ψωμί. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η αντικατάσταση των εξαιρετικά επεξεργασμένων τροφίμων με υγιεινές επιλογές, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας.
Τι έδειξε η μελέτη
Στο πλαίσιο της πρόσφατης μελέτης, οι ερευνητές κατέγραψαν τα ποσοστά νοητικής έκπτωσης για 10.775 δημόσιους υπαλλήλους ηλικίας μεταξύ 35 και 74 ετών, από το 2008 έως το 2019. Επίσης, κάθε τέσσερα χρόνια, οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν σε γνωστικά τεστ. Κατά την έναρξη της μελέτης, οι συμμετέχοντες παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τη συχνότητα με την οποία κατανάλωναν καθημερινά διάφορα τρόφιμα και ποτά. Αυτά τα τρόφιμα ταξινομήθηκαν ανάλογα με τον βαθμό της βιομηχανικής τους επεξεργασίας.
Τα τρόφιμα της ομάδας 1 περιλάμβαναν μη επεξεργασμένα ή ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως φρέσκα, ξηρά ή κατεψυγμένα φρούτα και λαχανικά, δημητριακά, κρέας και γάλα. Τα τρόφιμα της ομάδας 2 περιλάμβαναν επεξεργασμένα συστατικά μαγειρικής, όπως αλάτι, ζάχαρη και έλαια. Η ομάδα 3 περιλάμβανε επεξεργασμένα τρόφιμα όπως κονσερβοποιημένα φρούτα, αλατισμένο, καπνιστό ή παστό κρέας ή ψάρι, καθώς και ορισμένα προϊόντα ψωμιού και τυριού. Τέλος, η ομάδα 4 περιλάμβανε γλυκαντικά και γαλακτωματοποιητές.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες με βάση την ημερήσια κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων. Τα τρόφιμα αυτά αποτελούσαν λιγότερο από το ένα πέμπτο της διατροφής όσων βρίσκονταν στη χαμηλότερη ομάδα, από 20 έως 27% στη δεύτερη, από 27 έως 34% στην τρίτη και έως 73% στην τέταρτη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι εκείνοι που ανήκαν στην τέταρτη ομάδα εμφάνισαν 28% ταχύτερο ρυθμό γνωστικής παρακμής από εκείνους που ανήκαν στην πρώτη.
Η Δρ Natalia Gomes Goncalves, συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να περιορίσουν την ποσότητα των εξαιρετικά επεξεργασμένων τροφίμων που καταναλώνουν για να βοηθήσουν στην αποτροπή της άνοιας.
«Ένας άλλος πιθανός βιολογικός μηχανισμός για τη μείωση της εκτελεστικής λειτουργίας και της συνολικής νόησης που παρατηρήθηκε στη μελέτη μας μπορεί να σχετίζεται με τη συστηματική φλεγμονή που προκαλείται από την κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων», έγραψε στο σχετικό άρθρο η ερευνητική ομάδα.
Ωστόσο, ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες δήλωσαν ότι η μελέτη δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει αν το πρόβλημα ήταν ότι ορισμένοι συμμετέχοντες κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων ή ότι δεν κατανάλωναν αρκετά μη επεξεργασμένα τρόφιμα.
«Αν και η μελέτη αυτή είναι ενδιαφέρουσα, δεν δείχνει μια σαφή συσχέτιση μεταξύ των εξαιρετικά επεξεργασμένων τροφίμων και της νόησης, καθώς η επίδραση που παρατηρήθηκε ήταν μικρή και αφορούσε τους νεότερους συμμετέχοντες. Ίσως το πρόβλημα είναι ότι κατανάλωναν λιγότερες ποσότητες μη επεξεργασμένων τροφίμων, όπως λαχανικά, φρούτα, ξηρούς καρπούς, σπόρους και όσπρια», δήλωσε ο δρ Ντουέιν Μέλορ διαιτολόγος στο Πανεπιστήμιο Aston.