Γράφει ο Ceteris Paribus
Ποιον αφορούσε η αναφορά του Γερούν Ντάισελμπλουμ ότι οι εκλογές καλό θα ήταν να πάνε για το 2019; Τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή μήπως τον Αλέξη Τσίπρα; Δεν μπορούμε ασφαλώς να γνωρίζουμε τι ακριβώς είχε στο μυαλό του, μπορούμε όμως να αναλύσουμε τα δεδομένα. Κατά τη γνώμη μου, αυτά μας οδηγούν μάλλον στο συμπέρασμα ότι ο κ. Ντάισελμπλουμ «απαντούσε» στον πρωθυπουργό και όχι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης!
Στο προηγούμενο σημείωμά μου ανέλυσα γιατί οι ευρωπαϊκές εξελίξεις, ιδιαίτερα ύστερα από τις γερμανικές εκλογές, «σπρώχνουν» σε «καθαρή έξοδο» της Ελλάδας στις αγορές, πράγμα που δεν είναι υποχρεωτικά καλό νέο. Σήμερα, θα μιλήσω για τις συνέπειες της «καθαρής εξόδου», ιδιαίτερα τις πολιτικές. Μεταξύ αυτών, για το γεγονός ότι η πιθανότητα πρόωρων εκλογών, που ύστερα από την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης είχαν απομακρυνθεί, τώρα πλησιάζουν ξανά…
Η «καθαρή έξοδος» είναι τέτοια μόνο όσον αφορά τις αγορές – ούτε έξοδος από τις μνημονιακές πολιτικές ούτε έξοδος από το διεθνή οικονομικό έλεγχο και επιτήρηση θα υπάρξει. Καθαρή έξοδος στις αγορές σημαίνει πλήρης κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου από τις αγορές χωρίς πρόβλεψη χρηματοδοτικού back up (είτε με τη μορφή νέου προγράμματος είτε με τη μορφή προληπτικής πιστωτικής γραμμής). Όσο «δεξιοτέχνης» και αν αποδειχθεί στα νέα του καθήκοντα του προέδρου της γερμανικής Κάτω Βουλής ο κ. Σόιμπλε και όσο κύρος και αν διαθέτει στη γερμανική κεντροδεξιά, στη νέα γερμανική Βουλή είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και να τεθεί ζήτημα νέας χρηματοδότησης -οποιασδήποτε μορφής- προς την Ελλάδα.
Αμέσως μετά τα «προβληματικά» αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών, η υπόθεση της Καταλωνίας, μια οξεία πολιτική κρίση και αστάθεια που ήρθε «από το πουθενά» για να πλήξει την 4η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της Ευρωζώνης, απειλώντας μάλιστα να μετατραπεί σε ευρωπαϊκή, πείθει και τους πιο δύσπιστούς πως ούτε η Γερμανία έχει την πολυτέλεια να αγνοεί τα μηνύματα των καιρών και να διακινδυνεύσει επεισόδια φθοράς του νέου κυβερνητικού συνασπισμού -που ούτως ή άλλως θα είναι «δύσκαμπτος» και αντιφατικός- για χάρη των «τεμπέληδων του Νότου».
Οι κατά συρροήν όρκοι πίστης των πάντων (με πρώτο και καλύτερο τον κ. Ντάισελμπλουμ) στην «καθαρή έξοδο» δείχνουν πως όλοι οι σημαντικοί παράγοντες έχουν πλέον πλήρη συνείδηση αυτής της νέας πραγματικότητας. Αν όμως αυτή είναι η διαφαινόμενη εξέλιξη, τότε πρέπει να δούμε τις συνέπειές της.
Το ΔΝΤ, ξανά «αφεντικό»
Καθώς η καθαρή έξοδος εισβάλλει στην επικαιρότητα, η αυτοπεποίθηση κάποιων ευρωπαϊκών παραγόντων ότι η Ευρώπη μπορεί μόνη της να διαχειριστεί τις υποθέσεις της και ότι το ΔΝΤ δεν είναι απαραίτητο, «χλομιάζει», για να μην πούμε ότι τείνει να καταρρεύσει εντελώς. Ακόμη και αν το Ταμείο αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα, το «διαζύγιο» πρέπει όχι απλώς να είναι συναινετικό και «βελούδινο» αλλά να περιλαμβάνει και… μπόνους εξόδου! Πρέπει δε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι ήδη εμφανίστηκαν εκτιμήσεις και διαρροές σε μίντια μεγάλης εμβέλειας που αλλάζουν το έως χθες κυρίαρχο σενάριο και μιλούν για παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα!
Σε κάθε περίπτωση, είτε με «βελούδινο διαζύγιο» με… μπόνους εξόδου είτε -πολύ περισσότερο- με παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, είναι υποχρεωτικό να υιοθετηθούν οι θέσεις του: είτε πολλές από αυτές είτε και όλες σε σημαντικό βαθμό καθεμιά χωριστά. Δεδομένου όμως ότι μία από τις απαιτήσεις του για το ελληνικό πρόγραμμα, η σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ιδιαίτερα από τη γερμανική Βουλή με τη νέα της σύνθεση, το πιθανότερο είναι ότι θα γίνουν δεκτές σε σημαντικό βαθμό οι απαιτήσεις του Ταμείου σε όλα τα άλλα ζητήματα: τράπεζες και προϋποθέσεις επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και των στόχων για την ανάπτυξη. Αυτό ανεβάζει κατακόρυφα το κόστος της «καθαρής εξόδου» σε όλο το εύρος των κατά το ΔΝΤ αναγκαίων μεταρρυθμίσεων: είναι ο κατεξοχήν εγγυητής απέναντι στις αγορές και χωρίς τη δική του ανεπιφύλακτη εγγύηση η «καθαρή έξοδος» στις αγορές θα μετατραπεί σύντομα σε… ελληνική τραγωδία.
Συνοψίζοντας, η γενική συνέπεια των πρόσφατων εξελίξεων είναι τούτη: νέα-εσπευσμένη ανακεφαλαίωση των τραπεζών και νέα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, ώστε να είναι στοιχειωδώς αξιόπιστη στις αγορές η «καθαρή έξοδος».
Τράπεζες: πόσο «αιματηρή» θα είναι η νέα ανακεφαλαίωση;
Υποτίθεται ότι στο ζήτημα αυτό έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συναίνεσης μεταξύ της ΕΚΤ και του ΔΝΤ στην εξής βάση: Από τη μια, θα ικανοποιηθεί η απαίτηση του Ταμείου για επίσπευση των νέων κεφαλαιακών ελέγχων ώστε η νέα ανακεφαλαίωση να γίνει πριν τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος και να ολοκληρωθεί μέχρι το Μάιο-Ιούνιο του 2018. Από την άλλη, το ΔΝΤ θα κάνει πίσω στις εκτιμήσεις του για ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των ελληνικών τραπεζών συνολικού ύψους τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια: οι κεφαλαιακοί έλεγχοι θα γίνουν πιο γρήγορα, αλλά οι νέες κεφαλαιακές ανάγκες θα εκτιμηθούν σε χαμηλότερα επίπεδα (γίνεται λόγος για 5-7 δισ. ευρώ), ώστε να μπορούν να καλυφθούν χωρίς μεγάλους κραδασμούς και να μην προκληθούν «δράματα»…
Σε τι θα μπορούσαν να συνίστανται τα «δράματα»; Στο εξής απλό: να μη μπορούν να καλυφθούν οι νέες κεφαλαιακές ανάγκες από τον ιδιωτικό τομέα (είτε γιατί οι παλαιοί μέτοχοι δεν θα θελήσουν να βάλουν τόσο βαθιά το χέρι στην τσέπη είτε γιατί δεν θα ρισκάρουν να μπουν νέοι ιδιώτες μέτοχοι είτε από συνδυασμό των δύο), με αποτέλεσμα να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του bail–in. Ως γνωστόν, βάσει την ισχυόντων στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης ευρωπαϊκών κανόνων, από την 1/1/2017 οι νέες κεφαλαιακές ανάγκες των ευρωπαϊκών τραπεζών που υπάγονται σε αυτό το πλαίσιο θα καλύπτονται με τη διαδικασία του bail-in. Τι προβλέπει αυτή; Οι νέες ανάγκες θα καλύπτονται κατά σειράν, πρώτα από τους ιδιώτες μετόχους, στη συνέχεια από τους ομολογιούχους και τέλος από τους καταθέτες! Αν φτάσουμε μέχρι τους καταθέτες, θα είναι το απόλυτο «δράμα», που θα ισοδυναμεί το λιγότερο με οξεία πολιτική κρίση. Όμως, η ενεργοποίηση της διαδικασίας του bail–in θα είναι ούτως ή άλλως από μόνη της ένα «δράμα» με μεγάλο πολιτικό κόστος…
Πόσο πιθανό είναι να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του bail-in; Με τις σημερινές συνθήκες θα απαντούσα: ελάχιστα πιθανό έως απίθανο. Ποιος όμως γνωρίζει ή μπορεί να προεξοφλήσει ποια θα είναι η διεθνής και ευρωπαϊκή συγκυρία σε 8 μήνες από σήμερα, όταν σε μια βδομάδα μέσα, με θρυαλλίδα το καταλανικό δημοψήφισμα, μιλούσε για πολιτική κρίση στην Ισπανία που μπορεί να μετασχηματιστεί σε ευρωπαϊκή κρίση; Πόση αξιοπιστία θα έχει στα μάτια των αγορών η «καθαρή έξοδος» της Ελλάδας σε αυτές, όταν δεν υπακούει σε κάποιον οικονομικό ορθολογισμό αλλά στις γερμανικές εθνικές και πολιτικές σκοπιμότητες και αναγκαιότητες; Και ποιος μας εγγυάται το ελάχιστο, ότι δηλαδή πράγματι η ΕΚΤ και το ΔΝΤ θα συμφωνήσουν στο ύψος των νέων κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών; Τέλος, ποιος μπορεί να προεξοφλήσει ότι την άνοιξη του 2018 θα έχουν διαμορφωθεί οι αναγκαίες συναινέσεις στο πλαίσιο του κουαρτέτου των δανειστών όσον αφορά τους όρους της επιτήρησης και του διεθνούς οικονομικού ελέγχου στην Ελλάδα;
Η νέα ανακεφαλαίωση των ελληνικών τραπεζών, που έχει ήδη εξαγγελθεί και δρομολογηθεί, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά «αιματηρή» – οικονομικά, αλλά και πολιτικά…
Νέα μέτρα, πολιτική φθορά και εκλογές
Ο άλλος λόγος που θα μπορούσε να επισπεύσει τις πολιτικές εξελίξεις, φέρνοντας ακόμη και εκλογές, είναι ο συνδυασμός της «καθαρής εξόδου» με την επιβολή νέων σκληρών μέτρων -κατεξοχήν δημοσιονομικού, αλλά όχι μόνο, χαρακτήρα- από το 2018. Δεν θέλω να βαρύνω το παρόν άρθρο με οικονομικά στοιχεία για την πορεία των δημόσιων εσόδων, τις «αλχημείες» του προσχεδίου κρατικού προϋπολογισμού κ.λπ. Ωστόσο, στοιχειώδης ανεξαρτησία σκέψης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 χωρίς νέα και μάλιστα μεγάλης έκτασης δημοσιονομικά μέτρα. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο αν μιλάμε για επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ και για τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 2022. Αν η κυβέρνηση ήταν συνεπής στις δεσμεύσεις της για αποπληρωμή των οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, δεν θα επιτυγχανόταν καν ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% το 2017! Στο ζήτημα αυτό, το ΔΝΤ, που ισχυριζόταν ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι ανέφικτοι με βάση τα ψηφισθέντα μέτρα, έχει την ατράνταχτη «συμμαχία» των οικονομικών δεδομένων και είναι βέβαιο ότι θα «πατήσει πόδι» – και αυτό το «πόδι» είναι ακόμη… βαρύτερο ύστερα από τις γερμανικές εκλογές.
Δεν έχει σημασία ποιο θα είναι το «κοκτέιλ» αυτών των μέτρων. Σημασία έχει ότι θα είναι μεγάλης έκτασης, με ανάλογα «βαρύ» πολιτικό κόστος.
Εδώ ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται προ πραγματικά σκληρού πολιτικού διλήμματος: θα επωμισθεί αυτό το κόστος ελπίζοντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να αντισταθμίσει την πολιτική φθορά με το «θρίαμβο» της «καθαρής εξόδου από τα μνημόνια», που όπως εξηγήσαμε είναι μόνο έξοδος στα πολλά μποφόρ των αγορών χωρίς σωσίβιο;
Το σίγουρο είναι ότι ύστερα από την «καθαρή έξοδο» δεν θα έχει σοβαρό «πάτημα» για να πάει σε εκλογές. Είτε θα κάνει εκλογές πριν την «καθαρή έξοδο» και ενόψει αυτής, για να εγκρίνει ή απορρίψει ο λαός το «πακέτο» μέτρων που θα συνοδεύει την «καθαρή έξοδο» και στο όνομα αυτής, είτε θα πρέπει να καθήσει πάνω στο «θρίαμβο» και να εξαντλήσει την τετραετία – εξαιρώντας πάντα τα «συγκλονιστικά απρόοπτα».
Στην περίπτωση των εκλογών την άνοιξη-αρχές καλοκαιριού του 2018, που θα έχουν τη μορφή «δημοψηφίσματος» υπέρ ή κατά του «πακέτου της καθαρής εξόδου», έχει πειστικό πολιτικό «πάτημα» και την ευκαιρία να στριμώξει την αντιπολίτευση, ακυρώνοντας τις όποιες κριτικές της. Ύστερα από την «καθαρή έξοδο», θα πρέπει να υποστεί τα «μαρτύριά» της, αφού αυτή θα δείχνει διαρκώς τα «δόντια» της συσσωρεύοντας πολιτική φθορά και νέα ρίσκα που θα απορρέουν από τη σχέση και την επιτήρηση και από τις αγορές…
Οι δανειστές δεν θα θελήσουν να προσφέρουν στον κ. Τσίπρα ένα τόσο μεγάλο δώρο. Τον θεωρούν χρήσιμο για την ικανότητά του να ψηφίζει τα «αναγκαία μέτρα» χωρίς να ανοίγει μύτη,, αλλά δεν θέλουν να τον κάνουν και «βασιλιά». Όμως, ο «πειρασμός» θα είναι μεγάλος και το υπαρξιακό δίλημμα σκληρό…
Σε ποιον «απαντούσε» ο Ντάισελμπλουμ;
Εκτιμώ λοιπόν πως όταν ο κ. Ντάισελμπλουμ δήλωσε ότι είναι καλύτερα οι εκλογές να μείνουν για το 2019 δεν είχε καμία πρόθεση να «αδειάσει» την πολιτική τακτική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πιθανότατα δεν «απαντούσε» στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά στον… Αλέξη Τσίπρα! Και του διεμήνυε ότι το «δώρο» της «καθαρής εξόδου» δεν μπορεί να συνδυαστεί με πολιτικούς τακτικισμούς εντός της Ελλάδας, όσο ελκυστικοί και αν μοιάζουν… Αυτό όμως σημαίνει ότι ο κ. Ντάισελμπλουμ έχει υπόψη του ότι ο Αλέξης Τσίπρας κάνει τέτοιες σκέψεις και είναι «ικανός» να μπει σε τέτοιους «πειρασμούς»…
Εξάλλου, το γεγονός ότι η αντιπολίτευση ζητεί εκλογές δεν είναι τωρινό ούτε αποτελεί κάποιον αξιόλογο κίνδυνο για τους όποιους σχεδιασμούς σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα και τις προοπτικές του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να ζητεί εκλογές, αλλά δεν μπορεί και να τις επιβάλει. Ο Αλέξης Τσίπρας, όμως, έχοντας «το μαχαίρι και το πεπόνι», μπορεί να τις επιβάλει. Για τους δανειστές, οι πρόωρες εκλογές όχι σαν επιθυμία αλλά σαν ρεαλιστικός «κίνδυνος» παραπέμπουν στο Μαξίμου…
Υπάρχει ένα οξύμωρο σχήμα: μια πολιτική επιδείνωση της κατάστασης (εξαιτίας των δυσμενών αποτελεσμάτων των γερμανικών εκλογών) οδηγεί σε έναν «πολιτικό θρίαμβο» (την «καθαρή έξοδο») που όμως μεσοπρόθεσμα (μέχρι το 2019) μπορεί να αποδειχθεί μια καταστροφή! Αυτό δημιουργεί ένα σημείο τομής για τον πολιτικό χρόνο: τον Αύγουστο του 2018. Ύστερα από αυτό, δεν θα υπάρχουν εύκολες προφάσεις για πρόωρες εκλογές – εκτός πάντα από το συγκλονιστικό απρόοπτο ή από καταχρηστική επίκληση εθνικών ζητημάτων. Οι τράπεζες και τα νέα μέτρα, από τη μια, και το σημείο τομής της «καθαρής εξόδου», από την άλλη, δημιουργούν σαφώς όρους για πρόωρες εκλογές πριν τον Αύγουστο του 2018! Οι πρόωρες εκλογές σαν σοβαρή υπόθεση εργασίας… ξανάρχονται.