Γράφει ο Ceteris Paribus
Το ανώτατο στάδιο του προγράμματος προσαρμογής θα είναι η… πολιτική προσαρμογή. Και ένα από τα κατεξοχήν «αντικείμενά» του θα είναι… ο ΣΥΡΙΖΑ, η ολοκληρωτική πολιτική προσαρμογή του οποίου εκκρεμεί. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η απάντηση στο ερώτημα το οποίο είχα προαναγγείλει ότι θα απασχολήσει αυτό το άρθρο: ποια πολιτική αφήγηση θα επιλέξουν στο εξής η κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα, ύστερα από το stop των δανειστών στη «στρατηγική συμμαχία» με τους δημόσιους υπαλλήλους.
Κατ’ αρχάς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να επιλέξει κάτι πολύ περισσότερο από «πολιτική αφήγηση»: έχει να επιλέξει αν θα γίνει αποδεκτός από το σύστημα ή θα συνεχίσει να προσπαθεί να κερδίσει «χώρο» με τακτικές «αντάρτικου» – του οποίου η εγγενής αντίφαση είναι ότι πάντα αποδεικνύεται μόνο επικοινωνιακού χαρακτήρα. Έχοντας φτάσει όπως έφτασε ως εδώ ή, για να το πούμε με μια γνωστή λαϊκή έκφραση, «έτσι όπως τα κατάφερε», δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσπαθήσει να γίνει αποδεκτός. Αυτό όμως σημαίνει να μπει σε εντατικό πρόγραμμα… προσαρμογής.
Ο μοχλός της πολιτικής προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ δεν εδράζεται πρωτίστως στη «μηχανική» των εγχώριων πολιτικών διεργασιών, αλλά στο πεδίο των σχέσεων με τους δανειστές, όπου εκκρεμεί ένα ξεκαθάρισμα.
Το πρόγραμμα προσαρμογής έχει και πολιτικό πυλώνα
Εδώ και πολύ καιρό, τουλάχιστον από την περιπέτεια του… παρ’ ολίγον δημοψηφίσματος του Γ. Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011, οι δανειστές θεωρούν πως η πολιτική τάξη της χώρας είναι «ανώριμη» και το πολιτικό της σύστημα βρίθει παθογενειών. Το «πολιτικό ρίσκο» έχει έκτοτε εγκαθιδρυθεί όχι μόνο στη σκέψη των ιθυνόντων του κουαρτέτου αλλά και στις αξιολογήσεις διεθνών οργανισμών, ακόμη και των οίκων αξιολόγησης. Στο πλαίσιο αυτό, για τους δανειστές η «αναμόρφωση» του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι στόχος εξίσου σημαντικός με τους υπόλοιπους του προγράμματος προσαρμογής – αν όχι και σημαντικότερος. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, θα αδυνατεί να ερμηνεύσει τις εξελίξεις σε κρίσιμες καμπές. Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, μια τέτοια αδυναμία διαπιστώθηκε πρόσφατα, από διάφορες πλευρές που είχαν διαβάσει λάθος τις προθέσεις των δανειστών και ήλπιζαν ότι αυτοί θα «τελειώσουν» την κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα…
Ύστερα από την πρώτη, διερευνητική και ταραχώδη κυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, οι δανειστές έχουν πλέον πεισθεί ότι η πολιτική του προσαρμογή έχει προχωρήσει ουσιαστικά – αν και απομένουν να γίνουν ακόμη μερικά ουσιώδη. Έτσι, ο στόχος δεν είναι πια η πολιτική του εκμηδένιση αλλά η ολοκλήρωση του συστημικού μετασχηματισμού του, σε κόμμα του μεταρρυθμιστικού κέντρου – κι ας παραμένει κατά δήλωσή του, δηλαδή στα χαρτιά, «Αριστερά». Μπορούν να δείξουν κατανόηση για τις «δουλείες» της εσωτερικής πολιτικής «μηχανικής» – τους ενδιαφέρει η ουσία…
Οι δανειστές έχουν συνειδητοποιήσει αυτό που εγχωρίως δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς: ότι ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπό τον Αλέξη Τσίπρα που ψήφισε και υλοποιεί τα πιο επώδυνα κεφάλαια του προγράμματος προσαρμογής «χωρίς να ανοίξει μύτη». Και εκτιμούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολλά να προσφέρει στο μέλλον στην υπόθεση της προσαρμογής. Αρκεί να προσαρμοστεί και ο ίδιος…
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ «καταστραφεί», το εγχώριο πολιτικό σύστημα θα έχει μια «τρύπα» που δεν θα μπορεί να καλυφθεί με τη «νεκρανάσταση» του παλιού κέντρου. Αν επιχειρηθεί να πεταχτεί «σαν στυμμένη λεμονόκουπα», θα εξωθηθεί εκών άκων σε νέα μετατόπιση στα αριστερά, κι αυτό δεν θα είναι καλό νέο για την «αναμόρφωση» του πολιτικού συστήματος συνολικά.
ΣΥΡΙΖΑ: πώς θα μείνει στο παιχνίδι;
Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία «προσαρμογής» του ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να παραμείνει στο παιχνίδι με ρόλο, κι όχι να γίνει ο απόβλητος του συστημικού πολιτικού σκηνικού. Η οριστική μετατόπιση στο μεταρρυθμιστικό κέντρο είναι προϋπόθεση, αλλά η ταυτότητα «κόμμα του μεταρρυθμιστικού κέντρου» δεν εξασφαλίζει από μόνη της ένα τέτοιο ρόλο. Ο ρόλος πρέπει να προκύψει μέσα από τη διαδικασία του προγράμματος προσαρμογής. Εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ «χρεώθηκε» αδιανόητα πολλά. Για να μη μείνει μόνο με την ιστορική «χρέωση», για να αποδώσει όλο αυτό σαν να ήταν πολιτική «επένδυση», θα πρέπει να επιδιώξει ένα success story – μόνο έτσι έχει ελπίδες οι χρεώσεις στον πολιτικό του λογαριασμό να μετατραπούν σε πιστώσεις…
Η τελευταία συμφωνία του Eurogroup, πέρα από τα οδυνηρά μέτρα και τις σκληρές δεσμεύσεις σε μεσομακροπρόθεσμη βάση, ανέδειξε και μια πιθανή βάση ενός success story: την «αναπτυξιακή έξοδο από τα μνημόνια». Οι δανειστές άφησαν μόνο αυτή τη δίοδο ανοιχτή. Έστειλαν το μήνυμα ότι μόνο αυτή η ερμηνεία της «εξόδου από τα μνημόνια» είναι εφικτή. Και εδώ ισχύει το take it or leave it…
Αν λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας θέλει ένα success story για να μετατραπούν οι πολιτικές χρεώσεις σε πολιτικές πιστώσεις, τότε πρέπει να αποδεχθεί τον «αναπτυξιακό δρόμο» -όχι προς το σοσιαλισμό, που ούτως ή άλλως έχει στην πράξη αποκηρύξει, αλλά- προς την έξοδο από τον υφεσιακό κύκλο και την παραδοσιακή εκδοχή των μνημονίων. Με πλήρη όμως επίγνωση πως αυτό σημαίνει ότι:
- Η σκληρή εποπτεία επί της ουσίας θα παραμείνει και θα μάλιστα θα γίνει ακόμη πιο λεπτομερής και καθολική.
- Αναπτυξιακός δρόμος σημαίνει πλήρη «συμφιλίωση» με τις δυνάμεις της αγοράς στο εσωτερικό και το εξωτερικό και πλήρη εκκαθάριση των εμποδίων στις επενδύσεις: ιδιωτικοποιήσεις «χωρίς αναισθητικό», ανατροπή των όρων και προϋποθέσεων του εργατικού συνδικαλισμού, ταχύτατη εκδίκαση υποθέσεων που «κολλάνε» επενδύσεις, άνοιγμα αγορών (πλήρης υιοθέτηση της «εργαλειοθήκης» του ΟΟΣΑ) κ.λπ. Σημαίνει επίσης πλήρη σύμπραξη στην προαναγγελθείσα από το Eurogroup «επιχείρηση» ανεύρεσης διεθνών κεφαλαίων για αναπτυξιακά πρότζεκτ και «συνεργατική» διαχείρισή τους.
- Αλλαγή σελίδας στο ζήτημα της υψηλής φορολογίας των κερδών. Η κατάλληλη ευκαιρία θα μπορούσε να είναι η διανομή υπερ-πλεονάσματος του 2017, που θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα για ένα συμβολικό win-win: μείωση φόρων για φυσικά πρόσωπα μικρομεσαίου εισοδηματικού στάτους και ταυτόχρονα μικρή μείωση φορολογίας των κερδών. Το «υλικό» για μια τέτοια στροφή υπάρχει σε όσα ήδη έχουν υπογραφεί.
Αρκεί ο Αλέξης Τσίπρας να αποφασίσει ότι δεν θα τα αντιμετωπίσει σαν «δεινά» που επιβλήθηκαν «με το πιστόλι στον κρόταφο» και να τα «υιοθετήσει» (αυτό σημαίνει «ιδιοκτησία του προγράμματος»). Αν το επιλέξει, τότε ίσως βρεθούν αρκετοί στην Ευρώπη που θα τον πάρουν από το χέρι για να τον ξεναγήσουν στα ευρωπαϊκά σαλόνια…
Επιστρέφοντας στα εγχώρια: τα διεκδικούμενα «εδάφη» του κέντρου
Ωστόσο, για όλα αυτά ισχύει απόλυτα η λαϊκή ρήση «εύκολο να τα λες αλλά δύσκολο να τα κάνεις». Μια τέτοια πολιτική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με ένα νέο σοκ, ένα νέο μετασχηματισμό ανάλογης δυσκολίας με την πρώτη μνημονιακή στροφή και τη ρήξη με την τότε αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Πριν από αυτό, απαιτεί την εγκατάλειψη της «παρά φύσιν» συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου – το κλίμα άρχισε ήδη να βαραίνει επικίνδυνα ύστερα από την υπόθεση Γιαννουσάκη.
Ένας τέτοιος μετασχηματισμός είναι επίσης όρος για να αντιμετωπιστεί η «εισβολή» Μητσοτάκη στα εδάφη του κέντρου. Όλα αυτά πιθανότατα θα εξαϋλώσουν» τις οργανωμένες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό είναι μια γενική τάση για τα κόμματα του μεταρρυθμιστικού κέντρου σε όλη την Ευρώπη – το κόμμα του Μακρόν είναι τυπική περίπτωση: ένα κόμμα-μη κόμμα με την παραδοσιακή έννοια, απόλυτα ελεγχόμενο από τον αρχηγό. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η απόλυτη εξουσία του αρχηγού, εκτός από πιθανό αποτέλεσμα ενός τέτοιου μετασχηματισμού, είναι ταυτόχρονα και όρος για την επιτυχία του.
Με τέτοιους όρους, με τέτοια αφήγηση για αναπτυξιακή έξοδο από τα παραδοσιακά μνημόνια, με ένα τέτοιο πολιτικό μετασχηματισμό του κυβερνώντος κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αξιοποιήσει το «παράθυρο ευκαιρίας» που άνοιξαν οι δανειστές και να γίνει αποδεκτός στο συστημικό παιχνίδι σαν βασικός του πυλώνας. Αν δεν κάνει αυτή την επιλογή, απομένει το «αντάρτικο» και η «σύγκρουση» – αλλά ό,τι δεν έγινε τον Ιούλιο του 2015 θα ήταν πλέον μια καρικατούρα. Δεν υπάρχουν πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ πολλοί που να το θέλουν πραγματικά και να έχουν τα «κότσια» να το αποτολμήσουν. Όσο για τις επικοινωνιακές προσομοιώσεις της σύγκρουσης, έχουν υψηλό κόστος και κανένα αποτέλεσμα…