O τουρισμός είναι από τους ελάχιστους κλάδους της οικονομίας, ο οποίος άντεξε στην κρίση. Το ελληνικό ξενοδοχείο, εκμεταλλευόμενο την τρέχουσα γεωπολιτική συγκυρία στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και στην Τουρκία, κατάφερε να γίνει -όπως εύστοχα σημείωσε προχθές ο νέος πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας Αλέξανδρος Βασιλικός μιλώντας στη γενική συνέλευση των μελών του- «ο κινητήρας για να δουλέψουν οι μηχανές της οικονομίας».
Ο τουρισμός δεν έδωσε δουλειά μόνο στον κλάδο. Βάζει πλάτη και σε τομείς, όπως η πρωτογενής παραγωγή, συμβάλλοντας τα μέγιστα προκειμένου να κερδηθεί το στοίχημα της εξωστρέφειας και της τοποθέτησης των ποιοτικών ελληνικών προϊόντων σε μεγάλες διεθνείς αγορές, αναφέροντας μάλιστα ο κ. Βασιλικός το πολύ επιτυχημένο παράδειγμα του Προγράμματος «Ελληνικό Πρωινό».
Ο τουρισμός «αιμοδοτεί» πάρα πολλούς άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, από την οικοδομή μέχρι την παροχή τεχνολογικών υπηρεσιών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως κάθε χρόνο 9.000 υφιστάμενα ξενοδοχεία επενδύουν από 10.000 έως και 500.000 ευρώ για να αναβαθμίσουν το προϊόν τους. Χώρια οι επενδύσεις σε νέες μονάδες. Το συνολικό άθροισμα δίνει ένα ποσό πολλών εκατομμυρίων, το οποίο επενδύεται στην ελληνική οικονομία και μάλιστα διαχέεται γεωγραφικά και κλαδικά. Είναι αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη ιδιωτική επένδυση στη χώρα κι ας περιμένουμε τάχα να έρθουν οι… ξένοι επενδυτές. Με αυτή τη μεγάλη ιδιωτική επένδυση ζει και ο ηλεκτρολόγος κι ο υδραυλικός κι ο μαραγκός, κι ο χτίστης, κι ο κηπουρός και η εταιρεία λογισμικών προϊόντων και η εταιρεία που κατασκευάζει ιστοσελίδες, κοκ. Είναι αυτό που, εύστοχα επίσης, ο κ. Βασιλικός, όρισε ως «συν-ανάπτυξη».
Αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια. Είναι η απόδειξη πως η κοινωνία κάνει τη δουλειά της. Δημιουργεί. Αλλά η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα και δεν είναι οικονομικό. Οικονομικό γίνεται δευτερογενώς. Η χώρα έχει σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Διότι την ώρα που οι δυνάμεις της κοινωνίας μοχθούν για να κινήσουν τα πράγματα μπροστά, το πολιτικό σύστημα, επαναλαμβάνει διαχρονικά τον εαυτό του σε μια τραγωδία χωρίς τέλος, χωρίς κάθαρση.
Από το 1989 ως και σήμερα παρακολουθούμε διαδοχικά «σίκουελ» του «Κλέφτες κι Αστυνόμοι». Κι έτσι ο πολιτικός καυγάς καλά κρατεί και το πολιτικό σύστημα εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του με την πόλωση ανάμεσα στη ρητορική των σκανδάλων από τη μια πλευρά και τη ρητορική της σκευωρίας από την άλλη. Όμως δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας. Ο κοινωνικός κόπος «καταναλώνεται» πότε στο «πάρτι» του ενός και πότε στου άλλου. Όποιο «θέμα» κι αν έχει το «πάρτι», είτε προσωπικής μίζας, είτε κατασπατάλησης, είτε χαριστικών πράξεων, είτε διορισμών, είτε κομματικής οικονομικής ενίσχυσης, είτε ό,τι άλλο επινοηθεί…
Ο λογαριασμός ωστόσο, σταθερά, πάει στην κοινωνία για να τον πληρώσει. Στον ξενοδόχο, στον ηλεκτρολόγο, στον υδραυλικό, στον web developer. Για πόσο ακόμη άραγε;