Γράφει ο Γιώργος Αργυρόπουλος*
Μετά από 5 έτη συνεχόμενης ύφεσης το τοπίο στην Ελλάδα, πολιτικά και κοινωνικά έχει αλλάξει άρδην. Πρέπει όμως να ενσκύψουμε πάνω στη σημερινή κατάσταση πολύ προσεκτικά και όχι με συναισθηματισμούς και λαϊκισμούς, όπως συνηθίζεται τον τελευταίο καιρό. Οι παθογένειες που υπήρχαν και η επίπλαστη ευδαιμονία που αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια δεν τελείωσαν αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν παρ’ όλες τις ανακατατάξεις. Ακόμα και τώρα μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε πλούτο στην ‘’ένδοξη’’ Ελλάδα του παρελθόντος- αυτοκίνητα, σπίτια, κινητά αγαθά- και ένας διάχυτος υλισμός ακόμα και τώρα. Η κοινωνική λοιπόν ανακατάταξη δεν ισχύει για όλους ή τουλάχιστον δεν έχει ακόμα εμφανιστεί σε όλους. Η κρίση οφείλει να μας προβληματίζει όταν είναι κρίση επιβίωσης στην οποία έχουν οδηγηθεί ουκ ολίγοι πολίτες. Η κρίση του υλισμού και της ευδαιμονίας είναι κάτι που οφείλει τους περισσότερους να μας αφήνει παγερά αδιάφορους καθώς ποτέ η χώρα μας δεν ήταν χώρα πλούσια και η ευδαιμονία υπήρχε λόγω τεράστιων εισαγωγών και ρέοντος χρήματος από τις τράπεζες. Ας αναλογιστούμε απλά πόσα από αυτά που κατέχουμε είναι ελληνικής προέλευσης. Ελάχιστα προϊόντα πρώτης ανάγκης μπορούν να ανταγωνιστούν επάξια αντίστοιχα αγαθά που εισάγονται από άλλες χώρες.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση, που γι΄ αυτή οδύρονται οι περισσότεροι πολιτικοί σχηματισμοί δε μπορεί εύκολα να γίνει αν δεν πάρουν την απόφαση κομμάτια του πληθυσμού που παρασιτούν στα μεγάλα αστικά κέντρα να επιστρέψουν στην επαρχία από όπου προήλθαν και να ξεκινήσουν την παραγωγή που θα έχει ως βάση τη γεωργία. Χωρίς παχυλές επιδοτήσεις, μόνο με τα αναγκαία να ξεκινήσουν την γεωργική καλλιέργεια πρώτων υλών που θα μπορούν μετέπειτα να εξαχθούν και σε άλλες χώρες.
Η προσκόλληση στον υλισμό και στην καταναλωτική νοοτροπία του τύπου ‘’αγοράζω κάτι μόνο και μόνο επειδή είναι προσφορά αλλά δεν το χρειάζομαι’’ αν δεν την αφήσουμε πίσω δεν μπορούμε ως κοινωνία να κάνουμε βήματα μπροστά. Επικριτές του καταναλωτισμού υποστηρίζουν ότι οι πολλές πολυτέλειες και τα αχρείαστα καταναλωτικά αγαθά είναι κοινωνικά σύμβολα που επιτρέπουν στους ανθρώπους να αναγνωρίζουν άτομα παρόμοιας νοοτροπίας μέσω της κατανάλωσης και επίδειξης σχετικών προϊόντων. Μερικοί, ακόμα, πιστεύουν ότι οι σχέσεις με ένα προϊόν ή μια μάρκα είναι υποκατάστατα των υγιών ανθρώπινων σχέσεων που απουσιάζουν από τη δυσλειτουργική σύγχρονη κοινωνία και ότι μαζί με τον ίδιο τον καταναλωτισμό αποτελούν μέρος της γενικής διαδικασίας κοινωνικού ελέγχου και πολιτισμικής ηγεμονίας στη σύγχρονη κοινωνία.
Στη σημερινή πραγματικότητα, λοιπόν, η επιβίωση έρχεται ξανά να μπει ως ζητούμενο στην καθημερινότητά μας ενώ για κάποια χρόνια – λίγα ομολογουμένως καθώς η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν χώρα πλούσια- είχε θεωρηθεί ως δεδομένο για μεγάλη μερίδα του κόσμου. Δυστυχώς βλέπουμε όμως με διάφορους τρόπους να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και η ίδια η επιβίωση. Πολλές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πολλές από τις οποίες έπαιρναν παχυλές ενισχύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, οργανώσεις της Εκκλησίας που δεν έχουν καθαρά χέρια αλλά έχουν την ‘’μαρκίζα’’ της εκκλησίας και τελευταία ολόκληρα ειδησεογραφικά συγκροτήματα και Δήμοι έχουν μπει στο παιχνίδι της διαχείρισης της επιβίωσης. Η ευθύνη δηλαδή από το κράτος, της εξασφάλισης των ειδών πρώτης ανάγκης σε όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες που είναι έκφανση του κοινωνικού κράτους μετακυλίεται πλέον σε ιδιωτικούς φορείς ή και την τοπική αυτοδιοίκηση που όμως διακρίνεται από την κεντρική διοίκηση και χρηματοδοτείται από αυτή. Σε συνθήκες σαν και αυτές ένα ισχυρό κράτος δύναται να λάβει μέτρα για την ενίσχυση των ασθενέστερων στρωμάτων. Ένα χρήσιμο βέβαια στοιχείο για να μην νομίζουμε ότι αυτό ίσχυε σε μεγάλο βαθμό παλαιότερα είναι ότι στην Ελλάδα ανέκαθεν, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Eurostat, υπήρχε ένα 30% του πληθυσμού που ζούσε και ζει κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας που μετριέται σύμφωνα με το επίπεδο του πολιτισμού σε κάθε χώρα. Δεν έχει να κάνει μόνο με το αν καλύπτονται τα αναγκαία όπου η απουσία τους συνιστά την απόλυτη φτώχεια αλλά και με το αν υπάρχει πρόσβαση σε υλικά αγαθά που θεωρούνται δεδομένα στη χώρα του και η έλλειψή τους συνιστά τη σχετική φτώχεια.
Συνεπώς, ούτως εχόντων των πραγμάτων δεν μπορούμε να είμαστε και πολύ αισιόδοξοι. Είναι στα χέρια και στη νοοτροπία του καθενός να αλλάξει τον τρόπο που ζει και να επηρεάσει με τη δράση του τη συνολική αλλαγή. Οι συνθήκες εξαθλίωσης πρέπει να ανατραπούν από πολιτικές που θα υιοθετηθούν άμεσα και θα ανασχέσουν τη διαδικασία της βίαιης φτωχοποίησης μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
* Ο Γιώργος Αργυρόπουλος, ασκούμενος δικηγόρος, μεταπτυχιακός φοιτητής του Δημοσίου δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Δ.Π.Θ.