Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η συζήτηση στη Βουλή για την υπόθεση Novartis μας έκανε σοφότερους μόνο ως προς ένα πράγμα: ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει η ίδια απτά στοιχεία, προκειμένου να τεκμηριώσει κατηγορίες εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων. Κάπως έτσι, φτάσαμε ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης να κάνει γενικές αναφορές για την τιμολόγηση των φαρμάκων, για υπερτιμολόγηση σκευασμάτων και για τον τζίρο της Novartis, χωρίς όμως να κάνει λόγο ούτε για μαύρο χρήμα, ούτε ότι «κελάηδησαν» οι μάρτυρες. Ο δε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε κατά βάση στην ύπαρξη πολιτικών ευθυνών.
Η μαραθώνια διαδικασία, όμως, ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να γίνει. Επί σχεδόν τρεις εβδομάδες, η υπόθεση της Novartis σέρνεται στην επικαιρότητα και κηλιδώνει την πολιτική ζωή του τόπου. Σαν να βρισκόμαστε σε έναν μεγάλο καφενέ, ακούγονται κατηγορίες για «τροχήλατες βαλίτσες», «τσεπάτα χιλιάρικα», μίζες, «ξέπλυμα μέσω συνεδρίων και εκδρομών σε νησιά» και άλλα τέτοια.
Αναμφίβολα, σε ένα καφενείο, αν σκύψεις λίγο συνωμοτικά στο τραπέζι και αρχίσεις να ύφος πιάτσας να αραδιάζεις πράγματα που ξέρεις «από μέσα», θα τραβήξεις την προσοχή. Σε μια κατάθεση ενώπιον εισαγγελέως, όμως, και ειδικά, προκειμένου να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες και ποινικές διώξεις, πρέπει να έχει κανείς κάτι στριφνό μεν, αλλά απολύτως απαραίτητο: στοιχεία.
Ίσως κάποιοι να γινόμαστε κουραστικοί όταν λέμε για το τεκμήριο της αθωότητας των εγκαλουμένων και για το ατεκμηρίωτο των κατηγοριών, μέχρι στιγμής, αλλά έτσι είναι, δυστυχώς, τα πράγματα. Βρισκόμαστε σε μια έκτακτη κατάσταση, μια συγκυρία ακραίας πόλωσης, από την οποία πρέπει το πολιτικό σύστημα να βγει χωρίς να έχει ξεσκίσει τις σάρκες του και χωρίς να έχει γίνει ολοκληρωτικά και ανέκκλητα αντικείμενο γέλωτος και χλεύης σε κάθε σπίτι της χώρας.
Όση ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση και να διαθέτει κανείς, όμως, η εικόνα ενός 73χρονου ανθρώπου, με μακρά και ακηλίδωτη πορεία στον δικαστικό χώρο να δακρύζει από το βήμα της Βουλής και να μιλά για τη ζημιά που προκαλείται στην οικογένειά του, είναι εξοργιστική. Μιλάω για τον Παναγιώτη Πικραμμένο, έναν άνθρωπο, με τον οποίο κανείς μπορεί να διαφωνεί, αλλά μέχρι στιγμής ποτέ δεν βγήκε να τον πει εξωνημένο και υποκινούμενο. Το έκανε ένας «προστατευόμενος μάρτυρας» νομίζοντας και λέγοντας ότι πήρε και αυτός ένα κατοστάρικο. Δεν μπορεί να το τεκμηριώσει, όμως, αυτό που λέει. Εικάζει και εκτιμά, αλλά όσο αυτός εικάζει, τόσο ο κ. Πικραμμένος λερώνεται και πλήττεται.
Η υπόθεση της Novartis έχει ξεκινήσει από την αυτονόητη ανάγκη να διερευνηθεί η ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου σκανδάλου που αφορά και υπερσυνταγογράφηση και την πτυχή της τιμολόγησης του φαρμάκου, αλλά καταλήγει ως παρωδία. Από τη διαχείριση του αμελλητί, από την ποιότητα των μαρτυρικών καταθέσεων που θα έπρεπε να δένουν την υπόθεση και τις όποιες κατηγορίες, από τους αρχικούς κυβερνητικούς κομπασμούς για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από καταβολής ελληνικού κράτους, τώρα περάσαμε στην «πολιτική ευθύνη», στο «τεκμήριο της αθωότητας» και στην ανάγκη να διερευνηθεί η υπόθεση σε όλες τις πτυχές. Αλλά, στο ενδιάμεσο, ορισμένοι άνθρωποι υφίστανται καθημερινή πολιτική ζημία και παγιώνεται με έναν αόριστο και απροσδιόριστο τρόπο η εντύπωση ότι «τα πήραν», αλλά είναι και πονηροί και «τα έχουν κρυμμένα».
Ο έγκριτος συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης, τον οποίο μόνο Δεξιό δεν μπορεί να πει κανείς, μίλησε για «πολιτική αρένα», προσθέτοντας ότι ένα υπαρκτό σκάνδαλο διαφθοράς μετατράπηκε σε υπόθεση πολιτικής σκανδαλολογίας, επισημαίνοντας, τέλος, ότι η κυβέρνηση επιδιώκει την δίωξη των αντιπάλων της. Μπορεί, λοιπόν, στο τέλος η κυβέρνηση να δρέψει κάποιους καρπούς από την ενεργοποίηση αντισυστημικών ψηφοφόρων, αλλά κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με το φαινόμενο του μπούμερανγκ, αν δεν βρει επειγόντως κάποιον άσσο.