Παρά το γεγονός ότι η φωτιά στο Μάτι -και οι ευθύνες που δεν αναλήφθηκαν αλλά αποδόθηκαν από την κοινωνία- θα αποτελέσει κομβικό σημείο για την διαμόρφωση του πολιτικού αποτελέσματος η πραγματικότητα είναι ότι όλα τελικά στη χώρα θα κριθούν από την οικονομία.
Η έξοδος από το Μνημόνιο αποτελεί μεν ένα τυπικό και ευχάριστο γεγονός, αλλά στην ουσία του ζητήματος κανείς δεν φαίνεται να έχει πεισθεί και έτσι συνεχίζεται ο ορυμαγδός των εκθέσεων και των δημοσιευμάτων που αντιμετωπίζουν τη χώρα μας στην καλύτερη περίπτωση απλώς με δυσπιστία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ινστιτούτου Brookings, του ίδιου ινστιτούτου που το 2013 καλούσε τον τότε πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ σε εκδήλωση στις ΗΠΑ, το οποίο σε έκθεσή του για την έξοδο της Ελλάδας από το μνημόνιο υπογραμμίζει μεταξύ άλλων:
Ύστερα από οκτώ επώδυνα χρόνια η Ελλάδα αφήνει πίσω της -τουλάχιστον τεχνικά- την εποχή των μνημονίων.
Ωστόσο, παρά την αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης και ορισμένων αξιωματούχων της Ευρωζώνης, πολλοί πιστεύουν ότι η χώρα πρέπει να παραφράσει το «Hotel California» των Eagles, «checked out but it can never leave» («βγήκε, αλλά δεν μπορεί ποτέ να φύγει»).
Όπως υπογραμμίζει, τα διεθνή μέσα, από το CNBC και το Reuters έως το Politico και το CNN Money, στην κάλυψη των τελευταίων ειδήσεων για την Ελλάδα δίνουν έμφαση στις αδυναμίες της οικονομίας.
Αυτές περιλαμβάνουν τη μη αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, την παραοικονομία, τη διαφθορά και τη φοροαποφυγή, τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και πολυάριθμα γραφειοκρατικά εμπόδια στις εξαγωγές και στις επενδύσεις.
Ωστόσο -κατά την άποψη του συντάκτη- οι αναφορές στο μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, την υπερφορολόγηση, είναι λιγότερες. «Πρόκειται για ένα φαινόμενο με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον της Ελλάδας» τονίζει και επικαλείται τα στοιχεία, παρουσιάζοντας και σχετικά γραφήματα, που καταδεικνύουν ότι στην Ελλάδα το σύνολο φόρων και ασφαλιστικών εισφορών είναι υψηλότερο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
Το γεγονός αυτό επιτείνει τα δεινά της κρίσης, σημειώνει ο συντάκτης, περιγράφοντας έναν φαύλο κύκλο στον οποίο έχει παγιδευτεί η οικονομία.
«Ακόμη και οι χαμηλόμισθοι πληρώνουν το τίμημα», αναφέρει, ενώ επισημαίνει ότι το υφιστάμενο πλαίσιο για τις ασφαλιστικές εισφορές «καθιστά εξαιρετικά δαπανηρές τις προσλήψεις για μία εταιρεία ή έναν εργοδότη, που επομένως αποφεύγουν να προσλάβουν νέο προσωπικό».
Ως αποτέλεσμα της παραπάνω κατάστασης, σημειώνει το Brookings, η εγχώρια ζήτηση παραμένει αδύναμη, γεγονός που με τη σειρά του επιδεινώνει τις προοπτικές ανάπτυξης και απασχόλησης.
Ποια είναι τα καυτά ζητήματα
Η αλήθεια είναι ότι στην έκθεση του Brookings καταγράφονται συγκεκριμένες παθογένειες της Ελλάδας που όμως ακολουθούνται και από μια σειρά άλλων προβλημάτων που επιδεινώνουν την κατάσταση και δεν δίνουν προοπτική πραγματικής ανάπτυξης, του μοναδικού τρόπου να σωθεί η Ελλάδα από ένα μελλοντικό τέταρτο ή πέμπτο (ο καθένας μπορεί να το βλέπει όπως θέλει χωρίς να αλλάζει η ουσία) μνημόνιο.
Μεταξύ αυτών των προβλημάτων που ναι δεν τυπικά είναι πρακτικά αλλά στην ουσία βαθιά δομικά περιλαμβάνονται:
- Το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν μειωμένες δυνατότητες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία λόγω των κόκκινων δανείων που βαρύνουν τα χαρτοφυλάκιά τους.
- Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα που μειώνουν τη ρευστότητα και τη μόχλευση της οικονομίας.
- Τα capital control, κυρίως στις επιχειρήσεις, που αποτελούν εμπόδιο για την επιχειρηματικότητα.
- Η διολίσθηση της Ελλάδας -κατά έξι θέσεις- στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας την τριετία 2016 -18.
- Εμπόδια εισόδου στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών περιορίζουν τον ανταγωνισμό, κρατώντας ψηλά τις τιμές.
- Η γραφειοκρατία που ακόμη αντιστέκεται στις όποιες προσπάθειες γίνονται για την απλοποίηση των διαδικασιών και την αυτοματοποίηση των λύσεων.
- Η καθυστέρηση στην απονομής της Δικαιοσύνης.
Δυστυχώς, πολλά από τα παραπάνω θα έπρεπε να έχουν λυθεί με τα μνημόνια, ειδικότερα με το τρίτο. Το οποίο τελικά απέτυχε στον απώτερο στόχο του, την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές.
Τυπικά, ο δρόμος είναι ανοικτός αλλά με απόδοση δεκαετούς ομολόγου Ελληνικού Δημοσίου να αγγίζει το 4,3% -επίπεδο-ρεκόρ στην ευρωζώνη σήμερα- η πρόσβαση στις αγορές είναι απαγορευτική με όρους βιωσιμότητας χρέους.
Για να εξυπηρετήσουμε το χρέος που λήγει έχουμε ρευστά διαθέσιμα ύψους 24 δισ. ευρώ (με δανεικά από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας), που αρκούν μέχρι το 2020. Όσο θα αντλούμε χρηματοδότηση από τα ρευστά διαθέσιμα για να αποφύγουμε ακριβό δανεισμό από τις αγορές, τόσο θα λιγοστεύει η ασφάλεια που παρέχουν.