Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ανταπόκριση από το Βερολίνο
Όπως γράφαμε ήδη από την προηγούμενη φορά, η θέση της Άνγκελα Μέρκελ στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Και πώς να μην είναι άλλωστε όταν προϊσταται ενός κράτους που ευημερεί και καλείται τώρα να διαχειριστεί επαρκώς μια από τις πιο μεγάλες κρίσεις των τελευταίων ετών που δεν έχει να κάνει και με τα οικονομικά δεδομένα. Άλλωστε, ενώ χώρες του Νότου δοκιμάζοντας σκληρά από τα μέτρα λιτότητας, η γερμανική οικονομία ανθούσε και το βιοτικό επίπεδο ως επί το πλείστον ήταν σε πολύ καλό-συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο-επίπεδο.
Πλέον όμως, οι μέρες της χαράς έχουν περάσει για την Άνγκελα Μέρκελ, η οποία αντιμετωπίζει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους στη μέχρι στιγμής δεκάχρονη διακυβέρνηση της χώρας από αυτή. Από το εσωτερικό του κόμματός της, του CDU, δέχεται σαφέστατες πιέσεις να εφαρμόσει πολύ πιο αυστηρή μεταναστευτική πολιτική, η κοινή γνώμη δεν επιδοκιμάζει την εφαρμοζόμενη πολιτική και ο κυβερνητικός εταίρος, το SPD νίβει μεν τας χείρας του και επί της ουσίας συντάσσεται πίσω από τις αποφάσεις της Καγκελαρίου, πλην όμως δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση αυστηρότερη πολιτική κλειστών συνόρων. Με άλλα λόγια, η κυρία Μέρκελ καλείται να διαχειριστεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον τρίλημμα.
Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει στο εσωτερικό της τρία ανοιχτά μέτωπα. Από τη μία είναι η κοινή γνώμη που προσπαθεί ακόμα να διαχειριστεί το σοκ από τις μεγάλες προσφυγικές ροές και ενστικτωδώς αποδοκιμάζει τις πολιτικές της κυβέρνησης. Από την άλλη, η κυρία Μέρκελ έχει σαφές πρόβλημα με το κόμμα της. Οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) που προέρχονται από μια περιοχή πουδέχεται τεράστιο όγκο προσφύγων και μεταναστών ζητούν είτε αυστηρότερη πολιτική επαναπροωθήσεων είτε ακόμα και κλείσιμο συνόρων (ορισμένοι). Και αν ήταν μόνο αυτοί, καλά θα ήταν… Και βουλευτές του CDU, είτε της συντηρητικης πτέρυγας είτε άνθρωποι που έχουν θητεύσει στα σώματα ασφαλείας, ζητούν αυστηρότερη προσέγγιση από την Καγκελάριο, η οποία προωθεί την πολιτική των transit zones στα σύνορα, όπου θα λαμβάνει πολύ γρήγορα χώρα η διαδικασία ταυτοποίησης και διαχείρισης των προσφύγων/μεταναστών. Τέλος, η κυρία Μέρκελ μπορεί να μην έχει ακόμα πρόβλημα με τους Σοσιαλδημοκράτες εταίρους της (ο αντικαγκελάριος Γκάμπριελ δέχεται σαφή πυρά από πτέρυγες του κόμματός του για την υποχωρητική στάση του), πλην όμως αν αποφασίσει να αλλάξει πολιτική και να την αυστηροποιήσει κατά πολύ, θα έχει πρόβλημα και με αυτούς.
Και μέσα σε όλα τα άλλα, η Τουρκία δεν βοηθά ιδιαίτερα στην ανακοπή των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και η Καγκελάριος προσέρχεται περίπου ως…ικέτης στην Άγκυρα για να συναντήσει τον Ταγίπ Έρντογαν, αφού έχει προηγηθεί σχεδόν σύσσωμη η ηγεσία της Κομισιόν (Γιούνκερ, Τίμμερμανς, Χαν, Αβραμόπουλος κ.α.).
Με πολύ απλά λόγια, η Άνγκελα Μέρκελ καλείται, μετά το εκρηκτικό κοκτέιλ της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, να διαχειριστεί ίσως το πιο εκρηκτικό μείγμα, αυτό της μετανάστευσης, το οποίο πλέον αγγίζει άμεσα τη γερμανική κοινωνία, η οποία δεν αρέσκεται σε βίαιες μεταβολές του status quo. Πλην όμως, κάθε απόφαση που μπορεί να λάβει, έχει πολιτικό αντίκτυπο και κόστος. Εκτός και αν δεν κάνει τίποτε ουσιαστικό και δικαιώσει αυτούς που χρησιμοποιούν το όνομά της ως ρήμα της καθομιλουμένης ( Merkeln, συμβαίνει συχνά στα Γερμανικά), το οποίο σημαίνει «δεν κάνω απολύτως τίποτα».
Βέβαια, δεν θα έμενε δέκα χρόνια στην Καγκελαρία, αν δεν έκανε και τίποτα και ήταν απλά μια τυπική και σχολαστική διαχειρίστρια. Το μόνο σίγουρο όμως είναι πως αυτή την περίοδο, με όλα αυτά τα σκληρά διλήμματα, δεν περνάει καλά.