Η ανακοίνωση της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ ότι δεν πρόκειται να διεκδικήσει εκ νέου την ηγεσία της CDU και κατά συνέπεια να μην επαναδιεκδικήσει την καγκελαρία στο μέλλον, αλλάζει τα δεδομένα τόσο μέσα στη Γερμανία όσο και στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διάδοχη κατάσταση φαίνεται αυτή τη στιγμή αβέβαιη. Με δεδομένο ότι η Μέρκελ δεν έχει προετοιμάσει τη διαδοχή της στην προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών, δεν φαίνεται να υπάρχει αυτή τη στιγμή στις τάξεις των επίδοξων διεκδικητών στέλεχος με το αναγκαίο για τη θέση πολιτικό εκτόπισμα.
Πολλοί συμφωνούν ότι ο μόνος που διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία, είναι αρκετά δημοφιλής και, κυρίως, έχει τη στήριξη απ’ όλες τις πτέρυγες του κόμματος, είναι ο νυν πρόεδρος της Bundestag Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Εκ των πραγμάτων βέβαια -λόγω ηλικίας και όχι από έλλειψη φιλοδοξίας- ο 76χρονος πρώην υπουργός Οικονομικών είναι εκτός κούρσας. Το όνομά του ακούγεται μεν, εντούτοις μόνον ως μεταβατική λύση σε περίπτωση που υπάρξει κάποια απροσδόκητη εξέλιξη στο επικείμενο συνέδριο της CDU.
Πάντως, σχολιάζοντας την απόφαση της Μέρκελ, ο Σόιμπλε και σε αποκλειστική του συνέντευξη προς τη Deutsche Welle και την εκπομπή Conflict Zone που θα μεταδοθεί την προσεχή Τετάρτη, επισημαίνει ότι η καγκελάριος «έλαβε τη σωστή απόφαση την κατάλληλη στιγμή». Ο ίδιος δεν θέλησε να σχολιάσει την εν εξελίξει διαδοχολογία, παραδέχθηκε όμως ότι η μάχη της διαδοχής έχει ξεκινήσει.
Οι πιθανοί διάδοχοι
Αμέσως μετά τη προαναγγελία αποχώρησής της, δυο στελέχη δήλωσαν ήδη παρόν στη μάχη της διαδοχής. Πρόκειται για την «εκλεκτή» της ίδιας της καγκελαρίου, τη γενική γραμματέα της CDU και πρώην πρωθυπουργού του Ζάαρ Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ και τον νυν υπουργό Υγείας και πρώην «δεξί χέρι» του Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών Γενς Σπαν.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι ενδεχόμενοι υποψήφιοι θα είναι και ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ και ο πρώην επικεφαλής της Κ.Ο. της χριστιανικής ένωσης Φρίντριχ Μερτς.
Και οι τέσσερις πιθανοί υποψήφιοι έχουν ένα κοινό: όλοι θεωρούνται -άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- πιο συντηρητικοί από την Άνγκελα Μέρκελ, κάτι το οποίο σημαίνει ότι θα δρομολογούσαν τη μετατόπιση του κόμματος και πάλι προς τα δεξιά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το μέλλον του κυβερνητικού συνασπισμού.
Η… υποδοχή των ΜΜΕ
Η Süddeutsche Zeitung σχολιάζει την ανακοίνωση της Άνγκελα Μέρκελ ως εξής: «[…] Από την τελευταία επανεκλογή της ένιωθε κανείς ότι η Μέρκελ δεν είχε πλέον ούτε τη διάθεση, αλλά ούτε και τις αναγκαίες δυνάμεις για να συνεχίσει. Μπορεί η εμπειρία σε κυβερνητική θέση, η σοβαρότητα και η ανθεκτικότητα να αποτελούν ένα ωραίο τρίπτυχο, ωστόσο δεν αποτελούν εγγύηση για επιτυχία. Η συνταγή επιτυχίας της Μέρκελ ήταν η ίδια η επιτυχία, όσο βέβαια την είχε. Από τότε που άρχισε να περιορίζεται και τελικά να εκλείπει, άρχισαν να εντείνονται οι αμφιβολίες για την ηγετική της δύναμη. Με την έγκαιρη παράδοση της προεδρίας του κόμματος ενεργοποίησε για άλλη μια φορά αυτή τη δύναμη».
Η εφημερίδα Badisches Tagblatt προχωρά σε σύγκριση με τον πρώην καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, τον μέχρι σήμερα μακροβιότερο καγκελάριο της Γερμανίας: «Μπορεί ‘το κορίτσι του Κολ’ να είναι πιο έξυπνο από τον πάλαι ποτέ μέντορά του αφού ανακοίνωσε η ίδια ότι αποσύρεται από την πολιτική, σε αντίθεση με τον άνδρα από το Όγκερσχαϊμ (γ.γ. γενέτειρα του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Κολ) τον οποίο έδιωξαν οι ψηφοφόροι το 1988 επειδή δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη θέση του και την εξουσία. Το ίδιο θα συνέβαινε και στην Άνγκελα Μέρκελ εάν δεν δρούσε τώρα. Παρ’ όλα αυτά θα έπρεπε να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο να προβλεφθεί στο σύνταγμα ο περιορισμός των θητειών για το αξίωμα του καγκελάριου. Δέκα, το πολύ δώδεκα χρόνια, αρκούν σε κάθε περίπτωση».
Στη δεδομένη χρονική στιγμή της ανακοίνωσης της Άνγκελα Μέρκελ επικεντρώνει η εφημερίδα Berliner Morgenpost: «Η απόφαση της Μέρκελ δεν είναι ένα ‘δικαιολογημένο τόλμημα’, όπως δήλωσε η ίδια δημοσίως, θέλοντας προφανώς να εξωραΐσει την κατάσταση. Είναι η κατανοητή προσπάθεια να αποχωρήσει αξιοπρεπώς μετά από τέσσερις εκλογικές νίκες. Οι πιθανότητες όμως να το πετύχει αυτό είναι πολύ κακές. Η πίεση στο πρόσωπο της καγκελαρίου δεν θα μειωθεί, αλλά θα αυξηθεί. Αυτό έγινε αισθητό ήδη μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής της. Ο Κρίστιαν Λίντνερ θα δικαιωθεί για τη δήλωσή του ότι η Μέρκελ ‘παραδίδει το λάθος αξίωμα’ – τόσο από τους εσωκομματικούς αντιπάλους της, όσο και από τη κοινή γνώμη. Όλα δείχνουν πως η Μέρκελ βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βασανιστική αποχώρηση, αφού παρέδωσε τη σκηνοθεσία της τελευταίας πράξης της καγκελαρίας της. Το σωστό timing για μια πετυχημένη έξοδο χάθηκε πια οριστικά».
Η εφημερίδα Mittelbayerische Zeitung επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή άργησε να έρθει: «Για πολύ καιρό τα ρολόγια στη Γερμανία είχαν σταματήσει. Αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργο αν σκεφτεί κανείς τις αλλαγές των τελευταίων χρόνων: το προσφυγικό ζήτημα και στη συνέχεια η άνοδος και η είσοδος του AfD στα τοπικά κοινοβούλια, η διάλυση των πολυσυλλεκτικών κομμάτων εξουσίας, οι εσωπολιτικές διαμάχες. Παρά τις ριζικές αυτές αλλαγές όμως, επικρατούσε στη χώρα μια περίεργη στασιμότητα […] Οι ψηφοφόροι εμπιστεύονταν την Άνγκελα Μέρκελ επειδή φρόντιζε να απωθεί τα προβλήματα εκτός χώρας. Τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Αυτό το διάστημα πέρασε τώρα. Και η Μέρκελ έκανε το μόνο σωστό: ανακοίνωσε ότι φεύγει. Ανοίγει το δρόμο και αφήνει τα ρολόγια να ξεκινήσουν και πάλι να δουλεύουν. Επιτέλους».