Η ομιλία του Πάπα Φραγκίσκου στο Προεδρικό Μέγαρο, την οποία πραγματοποίησε στα Ιταλικά, άγγιξε πολλά θέματα — την ιστορική και πολιτισμική σημασία και συμβολή της Ελλάδος στον Δυτικό πολιτισμό και την δημοκρατία, την πανδημία και την κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό, αλλά και την «οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας» που παρατηρείται στην Ευρώπη και αλλού.
O Προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ευχαρίστησε την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου για την εγκάρδια υποδοχή και τα θερμά λόγια, που του απηύθυνε εκ μέρους όλων των Ελλήνων πολιτών και εξέφρασε χαρά και τιμή, που βρίσκεται στην ένδοξη πόλη των Αθηνών. Επικαλούμενος τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού «‘Αθήνας τὰς χρυσᾶς τῶν καλῶν προξένους(…), λόγους ἐπιζητῶν, εὐδαιμονίαν ἐκομισάμην» (Λόγος 43, 1-4) τόνισε ότι έρχεται ως προσκυνητής σ’ αυτούς τους τόπους, που υπερεκχειλίζουν από πνευματικότητα, μόρφωση και πολιτισμό.
Όπως υπογράμμισε ο Ποντίφικας «χωρίς την Αθήνα και χωρίς την Ελλάδα η Ευρώπη και ο κόσμος δεν θα ήταν αυτό που είναι. Θα ήταν λιγότερο σοφοί και λιγότερο ευδαίμονες».
Υπενθύμισε, επίσης, ότι από εδώ διευρύνθηκαν οι ορίζοντες της ανθρωπότητας και συμπλήρωσε: «αισθάνομαι την πρόσκληση να υψώσω το βλέμμα και να ατενίσω το πιο υψηλό σημείο της πόλεως, την Ακρόπολη. Ορατή από μακρυά για τους ταξιδιώτες που, κατά τη διάρκεια χιλιετιών, την πλησίασαν, πρόσφερε μια αδιάσειστη αναφορά στη θεότητα. Είναι το κάλεσμα για διεύρυνση των οριζόντων προς τα ‘Ανω: από το Όλυμπο την Ακρόπολη, το ‘Αγιον Όρος, η Ελλάς καλεί τον άνθρωπο κάθε εποχής να προσανατολίσει το ταξίδι της ζωής προς τα ‘Ανω. Προς τον Θεό, διότι έχουμε ανάγκη της υπερβατικότητας για να είμαστε αληθινοί άνθρωποι. Και ενώ σήμερα στη Δύση, που από εδώ προήλθε, υπάρχει η τάση να συσκοτισθεί η ανάγκη του Ουρανού, μέσα στην παγίδα της φρενίτιδας χιλιάδων επίγειων δρόμων και στην αχόρταγη απληστία μιας κατανάλωσης που αποπροσωποποιεί, αυτοί οι τόποι μας προσκαλούν να αφεθούμε στο θαυμασμό του απείρου, στην ωραιότητα του είναι, στη χαρά της πίστεως».
Ακολούθως, σημείωσε, ότι από εδώ πέρασαν οι οδοί του Ευαγγελίου, που ένωσαν την Ανατολή και τη Δύση, τους Αγίους Τόπους και την Ευρώπη, την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη. «Αυτά τα Ευαγγέλια, για να φέρουν στον κόσμο την καλή είδηση του φιλανθρώπου Θεοιύ, γράφηκαν στα ελληνικά, γλώσσα αθάνατη, που χρησιμοποίησε ο Λόγος για να εκφρασθεί, γλώσσα της ανθρώπινης σοφίας που έγινε γλώσσα της θεϊκής Σοφίας» πρόσθεσε ο Πάπας.
Αναφερόμενος στα ιδιαίτερα γνωρίσματα της Αθήνας αλλά και στους μεγάλους ιστορικούς, που με πάθος διηγήθηκαν τις ιστορίες των κοντινών και των μακρυνών λαών, υποστήριξε ότι εδώ, κατά τη γνωστή φράση του Σωκράτη, άρχισαν οι άνθρωποι να αισθάνονται πολίτες όχι μόνο της πατρίδος τους, αλλά ολοκλήρου του κόσμου. «Εδώ ο άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι είναι «ζώον πολιτικόν» (βλ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Α’ , 2) και, ως μέλος μιας κοινωνίας, είδε στους άλλους όχι τους υποτελείς, αλλά τους πολίτες, μαζί με τους οποίους θα οργάνωνε την πόλη. Εδώ γεννήθηκε η δημοκρατία. Η κοιτίδα, μετά από χιλιετίες, έγινε μία οικία, μία μεγάλη οικία λαών δημοκρατικών: αναφέρομαι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο όνειρο ειρήνης και αδελφοσύνης που παριστάνει για τόσους λαούς» συμπλήρωσε.
Ωστόσο, ερχόμενος στο σήμερα, εξέφρασε την ανησυχία του για την οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας, όχι μόνο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, υπογραμμίζοντας ότι η δημοκρατία απαιτεί τη συμμετοχή και τη σύμπραξη όλων και επομένως ζητεί κόπο και υπομονή. «Είναι σύνθετη, ενώ ο αυταρχισμός κινείται γρήγορα και, οι εύκολες διαβεβαιώσεις που προτείνει από τους λαϊκισμούς, φαίνονται δελεαστικές. Όπως υποστήριξε, η συμμετοχή όλων είναι μια θεμελιώδης απαίτηση. «Όχι μόνο για να επιτευχθεί ο αντικειμενικός κοινός σκοπός, αλλά διότι ανταποκρίνεται σ’ αυτό που είμαστε: όντα κοινωνικά, ανεπανάληπτα και συγχρόνως αλληλοεξαρτώμενα».
Στο ίδιο πλαίσιο, έκανε λόγο και για τον σκεπτικισμό έναντι της δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι προέρχεται από την απόσταση των θεσμών, από τον φόβο της απώλειας της ταυτότητος, από την γραφειοκρατία. Μάλιστα, επισήμανε ότι το φάρμακο σ’ αυτό δεν βρίσκεται στην μανιασμένη αναζήτηση δημοτικότητας, στη δίψα προβολής, στην αγγελία υποσχέσεων που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ή στην προσκόλληση σε αφηρημένους ιδεολογικούς αποικισμούς, αλλά βρίσκεται στην καλή πολιτική.
«Διότι η πολιτική είναι καλό πράγμα και έτσι πρέπει να είναι στην πράξη, ως υπέρτατη υπευθυνότητα του πολίτη, ως τέχνη του κοινού αγαθού. Για να υπάρξει πράγματι συμμετοχή στο κοινό αγαθό, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, θα έλεγα πρωταρχική, στις πιο αδύναμες ζώνες» τόνισε ο Πάπας και τάχθηκε υπέρ της αλλαγής βηματισμού για να περάσουμε από τον κομματισμό στη συμμετοχή, από τη δέσμευση να υποστηρίζουμε μόνο τη δική μας θέση, στην ενεργό συμμετοχή για την προαγωγή όλων.
«Από τον κομματισμό στη συμμετοχή. Είναι το κίνητρο που πρέπει να μας ωθεί προς διάφορα μέτωπα: σκέπτομαι το κλίμα, την πανδημία, την κοινή αγορά και ιδίως τις διάσπαρτες φτώχειες. Είναι προκλήσεις που απαιτούν μια συγκεκριμένη και δραστική συνεργασία. Τις έχει ανάγκη η διεθνής κοινωνία, για να ανοίξει οδούς ειρήνης μέσω μιας πολυπλευρικότητας που δεν θα καταπνιγεί από υπέρμετρες εθνικιστικές αξιώσεις. Τις έχει ανάγκη η πολιτική, για να θέσει τις κοινές ανάγκες πάνω από τα ιδιωτικά συμφέροντα. Πιθανόν να θεωρηθεί ουτοπία, ένα ταξίδι χωρίς ελπίδα μέσα σε μια τρικυμισμένη θάλασσα, μια οδύσσεια μακρινή και μη πραγματοποιήσιμη» επισήμανε ο Ποντίφικας.
Όπως σημείωσε «το ταξίδι σε μια ταραγμένη θάλασσα, όπως διδάσκει το μεγάλο ομηρικό έπος, είναι συχνά η μόνη οδός. Και φθάνει στον σκοπό του αν εμψυχώνεται από την ελπίδα της οικίας, από την αναζήτηση να προχωρήσει ομαδικά».
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε και στη «Συμφωνία των Πρεσπών» λέγοντας χαρακτηριστικά «Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να ανανεώσω την εκτίμησή μου για την όχι εύκολη διαδρομή που οδήγησε στη «Συμφωνία των Πρεσπών», που υπογράφηκε από αυτή τη Δημοκρατία και εκείνη της Βόρειας Μακεδονίας».
Ειδική αναφορά έκανε και στο δέντρο της ελιάς, καθώς και τον συμβολισμό της, αλλά και τη λύπη του για το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, βλέπει κανείς τόσες αιωνόβιες ελιές να καίονται, να γίνονται παρανάλωμα του πυρός, εξ αιτίας δυσμενών μετεωρολογικών συνθηκών, που κι αυτές προκλήθηκαν από τις κλιματικές αλλαγές.
«Ενώπιον αυτού του τραυματισμένου τοπίου τής θαυμαστής αυτής Χώρας, το δέντρο της ελιάς μπορεί να συμβολίσει τη θέληση για αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσεως και των καταστροφών της. Μετά τον αρχικό κατακλυσμό που διηγείται η Βίβλος, ένα περιστέρι επέστρεψε πράγματι στον Νώε, φέροντας «στο ράμφος του χλωρό φύλλο ελιάς» (Γεν 8, 11). Ήταν το σύμβολο της εκκίνησης, της δύναμης να επαναρχίσει αλλάζοντας τρόπο ζωής, ανακαινίζοντας τις σχέσεις του με τον Πλάστη, τα πλάσματα και την πλάση. Εύχομαι έτσι τις δεσμεύσεις, που έχουν αναληφθεί για τη μάχη εναντίον των κλιματικών αλλαγών, να τις συμμερίζονται όλο και περισσότεροι και να μη είναι μόνο επιφανειακές, αλλά να πραγματοποιηθούν με σοβαρότητα. Στα λόγια ας ακολουθήσουν τα έργα, για να μην πληρώσουν τα παιδιά τη νιοστή υποκρισία των πατέρων», συμπλήρωσε.
Εν συνεχεία, τόνισε, ότι η ελιά, στην αγία Γραφή, παριστάνει επίσης και μια πρόσκληση να είμαστε αλληλέγγυοι, ιδιαίτερα προς εκείνους που δεν ανήκουν στο λαό μας. Όπως είπε «Ἐὰν δὲ ἐλαιολογήσῃς, οὐκ ἐπαναστρέψεις καλαμήσασθαι τὰ ὀπίσω σου. Τῶ προσηλύτῳ ἔσται». (Όταν τινάξεις τις ελιές σου, δεν θα επιστρέψεις να ξανατινάξεις τα κλαδιά. Ό,τι απομείνει είναι για τον ξένο), λέγει η Γραφή. (Δτ 24, 20).
Αναφερόμενος στην προσφυγική κρίση, επισήμανε ότι χώρες, όπως η Ελλάδα αναγκάζονται να σηκώσουν από μόνες τους, ένα πολύ σημαντικό βάρος, δυσβάσταχτο, ενώ η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μαστιζομένη από εθνικιστικούς εγωισμούς, αντί να είναι φορέας αλληλεγγύης, μερικές φορές εμφανίζεται αμετακίνητη και ανοργάνωτη. «Αν κάποτε οι ιδεολογικές αντιθέσεις εμπόδιζαν την δημιουργία γεφυρών μεταξύ ανατολής και δύσεως της ηπείρου, σήμερα το μεταναστευτικό ζήτημα άνοιξε οπές διαρροής επίσης ανάμεσα στο βορρά και το νότο» παρατήρησε.
Επανέλαβε επίσης την έκκλησή του, για συνολική, κοινοτική πολιτική ενώπιον του μεταναστευτικού, και υπογράμμισε την ανάγκη να δοθεί προσοχή σ’ αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, ώστε, ανάλογα με τις δυνατότητες της κάθε χώρας, να γίνουν δεκτοί, να προστατευθούν, να αναπτυχθούν και να ενταχθούν, στο πλαίσιο του πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων τους δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους.
«Περισσότερο από ένα κώλυμα για το παρόν, αυτό αντιπροσωπεύει μια εγγύηση για το μέλλον, για να καταστεί σημείο ειρηνικής συμβιώσεως με όσους, που όλο και περισσότερο αναγκάζονται να αποδημήσουν αναζητώντας οικία και ελπίδα. Είναι οι πρωταγωνιστές μιας τρομερής σύγχρονης οδύσσειας. Με ευχαρίστηση αναπολώ, ότι όταν ο Οδυσσέας έφθασε στην Ιθάκη, δεν αναγνωρίσθηκε από τους άρχοντες του τόπου, που του είχαν σφετερισθεί οικία και αγαθά, αλλά από εκείνους που τον είχαν φροντίσει. Η τροφός του κατάλαβε ότι ήταν αυτός βλέποντας τα σημεία στις επουλωμένες πληγές του. Τα βάσανα μάς φέρουν κοντά και η αναγνώριση ότι ανήκουμε στην ίδια εύθραυστη ανθρωπότητα θα μας βοηθήσει για να οικοδομήσουμε ένα μέλλον πιο ολοκληρωμένο και ειρηνικό. Ας μετατρέψουμε σε τολμηρή επικαιρότητα ό,τι φαίνεται άτυχη αντιξοότητα» τόνισε.
Αναφορικά με την πανδημία, έκανε λόγο για μια μεγάλη αντιξοότητα, που μας έκανε να ανακαλύψουμε ότι είμαστε εύθραυστοι και ότι έχουμε ανάγκη τους άλλους. Επισήμανε, επίσης, ότι «Και σ’ αυτή τη Χώρα είναι μια πρόκληση που συνεπάγεται σκόπιμες επεμβάσεις εκ μέρους των Αρχών – σκέπτομαι την ανάγκη προσπάθειας για τον εμβολιασμό- και όχι λίγες θυσίες εκ μέρους των πολιτών» και πρόσθεσε ότι εν μέσω τόσης κοπώσεως, άνοιξε ο δρόμος για ένα αξιοσημείωτο αίσθημα αλληλεγγύης, για το οποίο η τοπική Καθολική Εκκλησία χαίρεται που μπορεί να συνεχίζει να συμβάλλει, πεπεισμένη ότι αυτό συνιστά την κληρονομία που δεν πρέπει να απολεσθεί με την αργή γαλήνευση της τρικυμίας.
Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε και στη διαχρονικότητα και επικαιρότητα του όρκου του Ιπποκράτους, όπως η δέσμευση «να κανονίζει κανείς τη ζωή του για το καλό των ασθενών», να αποφεύγει να προκαλεί ζημία ή προσβολή» στους άλλους, να διασφαλίζει τη ζωή σε κάθε στιγμή, ιδιαίτερα στα μητρικά σπλάχνα (πρβλ. Όρκος του Ιπποκράτους, αρχαίο κείμενο). «Είναι πάντα σε προνομιούχο θέση το δικαίωμα για φροντίδα και θεραπεία όλων, ώστε οι πλέον αδύναμοι, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, να μην απορρίπτονται ποτέ. Πράγματι, η ζωή είναι ένα δικαίωμα, όχι ο θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός, όχι υποβοηθούμενος» συμπλήρωσε.
Ακολούθως, σημείωσε ότι μερικά παραδείγματα της μεσογειακής ελιάς μαρτυρούν μια ζωή τόσο παρατεταμένη που προηγήθηκε της εμφανίσεως του Χριστού. «Είναι αιωνόβια και θα διαρκέσουν, άντεξαν στο χρόνο και μας υπενθυμίζουν τη σπουδαιότητα να διαφυλάξουμε βαθιές ρίζες, ενισχυμένες από τη μνήμη» σημείωσε και πρόσθεσε ότι «Αυτή η Χώρα μπορεί να ορισθεί ως η μνήμη της Ευρώπης και χαίρομαι που την επισκέπτομαι είκοσι χρόνια μετά την ιστορική επίσκεψη του Πάπα Ιωάννου-Παύλου του Β΄ και κατά τη διακοσιοστή επέτειο από την ανεξαρτησία της».
Όπως υπενθύμισε «Είναι γνωστή, εν προκειμένω, η φράση του Κολοκοτρώνη: «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος». Ο Θεός ευχαρίστως βάζει την υπογραφή του για την ανθρώπινη ελευθερία. Είναι το πιο μεγάλο του δώρο και αυτό που με τη σειρά του εκτιμά περισσότερο σ’ εμάς. Πράγματι, Εκείνος μας έπλασε ελευθέρους και αυτό που περισσότερο τον ευχαριστεί είναι να αγαπούμε ελεύθερα Εκείνον και τον πλησίον. Προς απόκτησή του συντελούν οι νόμοι, αλλά επίσης και η εκπαίδευση στην υπευθυνότητα και η αύξηση ενός πολιτισμού του σεβασμού».
Με την ευκαιρία αυτή, ο Ποντίφικας ανανέωσε την ευγνωμοσύνη του για την νομική αναγνώριση της καθολικής κοινότητος και διαβεβαίωσε τη θέλησή της να προωθεί το κοινό καλό της ελληνικής κοινωνίας, προσανατολίζοντας προς αυτή την κατεύθυνση την καθολικότητα που την χαρακτηρίζει, με την ευχή ότι στον πρακτικό τομέα θα της είναι πάντα εξασφαλισμένες εκείνες οι αναγκαίες συνθήκες για να επιτελεί καλά την υπηρεσία της.
Καταλήγοντας, ο Πάπας Φραγκίσκος, υπογράμμισε ότι πριν από διακόσια χρόνια, η προσωρινή Κυβέρνηση της Χώρας απευθύνθηκε προς τους καθολικούς με λόγια συγκινητικά: «Ο Χριστός έδωσε ως εντολή την αγάπη προς τον πλησίον. Αλλά ποιος από εμάς είναι περισσότερο πλησίον σ’ εσάς, συμπολίτες μας, έστω κι αν υπάρχουν μερικές διαφορές στη λατρεία; Έχουμε τη μία πατρίδα, ανήκουμε σε ένα λαό. Εμείς οι χριστιανοί είμαστε αδέλφια δια του Τιμίου Σταυρού».
Τόνισε, επίσης, ότι «Το να είναι αδέλφια δια του σημείου του Σταυρού, σ’ αυτή τη Χώρα, ευλογημένη από την πίστη και τις χριστιανικές παραδόσεις, προτρέπει όλους όσους πιστεύουν στον Χριστό να καλλιεργούν την μεταξύ τους κοινωνία σε κάθε επίπεδο, στο όνομα του Θεού εκείνου που αγκαλιάζει τους πάντες με την ευσπλαχνία του».
Κλείνοντας την ομιλία του, υπογράμμισε ότι «Από αυτή την πόλη, από αυτό το λίκνο του πολιτισμού υψώθηκε και πάντα ας υψώνεται ένα μήνυμα που προσανατολίζει προς τα ‘Ανω και προς τον άλλο. Στα δελεάσματα του αυταρχισμού ας απαντά με τη δημοκρατία, στην ατομιστική αδιαφορία ας αντιπαραθέτει τη φροντίδα για τον άλλο, τον πτωχό και την πλάση, που είναι οι ουσιώδεις βάσεις για ένα ανακαινισμένο ανθρωπισμό, του οποίου έχουν ανάγκη οι καιροί μας και η Ευρώπη μας. Ο Θεός να ευλογεί την Ελλάδα!».