Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Στο προσκήνιο τέθηκε για ακόμα μία φορά η οπλοκατοχή στην Αμερική, μία συζήτηση που εδώ και αρκετά χρόνια αποτελεί το κύριο θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών. Αυτήν την φορά αφορμή για την επιστροφή της οπλοκατοχής ήταν το τραγικό συμβάν στο Λας Βέγκας και ο μακελάρης με την άδεια οπλοκατοχής.
Ο Κρις Μέρφι, γερουσιαστής των Δημοκρατικών από το Κονέκτικατ, όπου το 2012 είχε γίνει αντίστοιχο μακελειό με 20 νεκρά εξάχρονα παιδιά και 6 ενήλικες, ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει την επανεξέταση της απαγόρευσης οπλοκατοχής. Από την πλευρά της η επικεφαλής των Δημοκρατικών στην Βουλή των Αντιπροσώπων Νάνσυ Πελόζι εξήγγειλε νέα νομοθετική πρωτοβουλία ελέγχου πωλήσεων όπλων.
Σε ότι αφορά τον Λευκό Οίκο, ο Πρόεδρος Τραμπ εμμένει στη θέση πως αυτή την στιγμή δεν είναι ώρα για να γίνει συζήτηση για την οπλοκατοχή. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως ο πρόεδρος υποστηρίχθηκε σθεναρά από την NRA (Εθνική Ένωση Όπλων), ενώ προεκλογικά είχε δηλώσει φλογερός υποστηρικτής της αμφιλεγόμενης Δεύτερης Τροπολογίας του Συντάγματος.
Το ιστορικό
Ουσιαστικά, η οπλοκατοχή υπάρχει από το πρώτο Σύνταγμα των ΗΠΑ το 1791 όπου η Δεύτερη Τροπολογία αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «δεν μπορεί να παραβιαστεί το δικαίωμα του λαού να κατέχει και να φέρει όπλα», δεδομένου ότι «η καλά οργανωμένη εθνοφυλακή είναι απαραίτητη για την ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους».
Αν χρησιμοποιήσουμε την διευρυμένη ερμηνεία του όρου <<λαός>>, δηλαδή αν θεωρήσουμε ότι ως λαός εννοείται ο κάθε αμερικάνος πολίτης ατομικά, υπηρετείται η κουλτούρα των όπλων, η λεγόμενη gun culture, που χαρακτηρίζει τους απόγονους των ενόπλων κατακτητών του Νέου Κόσμου.
Για την υπεράσπιση της Δεύτερης Τροπολογίας, το 1871 δημιουργήθηκε η Εθνική Ένωση Όπλων, η οποία έχει ως στόχο της την προστασία των δικαιωμάτων της κατοχής όπλων από την πλευρά των πολιτών. Τον Ιούνιο του 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει την τροπολογία ως το δικαίωμα κάθε πολίτη να διαθέτει στο σπίτι του ένα όπλο για την αυτοάμυνά του, σε μια απόφαση που αφορούσε πάντως μόνο την πόλη της Ουάσινγκτον.
Δύο χρόνια αργότερα από αυτήν την απόφαση του Δικαστηρίου, στην πόλη του Σικάγου, όπου τα όπλα έχουν απαγορευτεί από το 1982, ένας πολίτης έκανε μία προσφυγή προκειμένου να επεκτείνει την απόφαση αυτή σε όλες τις Πολιτείες, με το σκεπτικό ότι ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τους εμπόρους ναρκωτικών και τις συμμορίες. Με ψήφους πέντε έναντι τεσσάρων, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε τον Ιούνιο του 2010 ότι οι πολιτείες δεν μπορούν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την κατοχή όπλων.