Γράφει ο Ceteris Paribus
Η ορχήστρα του κουαρτέτου ξανάρχισε να παίζει. Για την ώρα, «προβάρει» τα «έργα» που θα ανέβουν από το πρώιμο φθινόπωρο στη σκηνή ως τον Αύγουστο του 2018, πριν τη μεγάλη αυλαία…
Το πρώτο «επεισόδιο» σημειώθηκε ήδη. Ήταν η δήλωση του επικεφαλής του ESM κ. Κλάους Ρέγκλινγκ ότι η υποδόση των 800 εκατ. ευρώ, που προορίζεται για εξόφληση οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, θα εκταμιευτεί από Σεπτέμβριο και αυστηρά υπό την προϋπόθεση ότι «η Ελλάδα έχει συνεισφέρει και δικούς της πόρους στην προσπάθεια». Όπως ελέχθη χαρακτηριστικά, για κάθε 1 ευρώ που θα εισφέρει ο ESM, θα πρέπει να εισφέρει 1 ευρώ και το δημόσιο ταμείο.
Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός δεν έτυχε της δέουσας προσοχής. Αφορά ένα βασικό «μέτωπο» στο οποίο θα κριθούν οι εξελίξεις και οι αποφάσεις στη μεγάλη καμπή του τέλους του προγράμματος: το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2017 και του 2018. Ο κ. Ρέγκλινγκ διερμηνεύει την άποψη του συνόλου των δανειστών ότι το υπερπλεόνασμα του 2016 ήταν όχι μόνο συγκυριακό αλλά σε σημαντικό βαθμό και «πέτσινο». Και θέτει ζήτημα να αποκατασταθεί η «υγιής βάση» για «αξιόπιστα» πλεονάσματα.
Οι δανειστές έχουν δίκιο όταν ισχυρίζονται ότι το πλεόνασμα του 2016 ήταν σε ένα βαθμό «πέτσινο», είναι δε γνωστοί και οι δύο βασικοί λόγοι:
Πρώτο, οι συσσωρευμένες οφειλές προς το δημόσιο τομέα (το Μάιο αυξήθηκαν σε 3.927 εκατ. ευρώ σε σχέση με 3.824 εκατ. ευρώ το Φεβρουάριο).
Δεύτερο, οι μεγάλες καθυστερήσεις στην έγκριση αιτήσεων συνταξιοδότησης αλλά και εφάπαξ. Ένα δεύτερο στοιχείο του ρεπορτάζ των ημερών που παραγνωρίστηκε, ήταν ότι στο πλαίσιο της επόμενης αξιολόγησης οι δανειστές ζητούν ήδη τη εκκαθάριση των εκκρεμουσών αιτήσεων συνταξιοδότησης μέχρι και το Δεκέμβριο. Οι εκκρεμείς αυτές υποθέσεις ανέρχονται σε 95.000 και μειώνουν τις κρατικές δαπάνες κατά σχεδόν 800 εκατ. ευρώ ετησίως.
Οι δανειστές, λοιπόν, λένε αυτή τη φορά στην κυβέρνηση: από το 2017 και στο εξής (αυτό σημαίνει εκκαθάριση μέχρι και το Δεκέμβριο: να υπάρξει «εξυγίανση» μέσα στο δημοσιονομικό έτος 2017) το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι στο σύνολό του «υγιές» και όχι «πέτσινο» – για να ξέρουμε σε ποια βάση συζητάμε.
Το γεγονός ότι η πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup «παραγνώρισε» το στοιχείο αυτό (που μόνο δευτερεύον δεν είναι…) είναι άλλη μια απόδειξη ότι η συμφωνία αυτή είναι «μεταβατική». Το γεγονός ότι το επαναφέρουν αμέσως μετά τη συμφωνία, είναι απόδειξη ότι ενόψει του 2018 δεν θα συμβιβαστούν με «θολά» σημεία όσον αφορά το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος…
Αναγνωρίζοντας ωστόσο και τις δικές τους ευθύνες, προτείνουν στην κυβέρνηση μια «συμφωνία κυρίων»: για κάθε 1 δικό σας ευρώ θα δίνουμε εμείς άλλο 1, ώστε να φύγουν από τη μέση αυτές οι εκκρεμότητες.
Καθώς η εισπρακτική απόδοση των φόρων μειώνεται πιέζοντας προς τα κάτω το υπερ-πλεόνασμα, η πίεση αυτή των δανειστών απειλεί με μείωσή του σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να μην μπορεί να γίνει κανένα ουσιαστικό πολιτικό «παιχνίδι» πάνω σε αυτό – μεγάλη υπέρβαση και διανομή του υπερπλεονάσματος, ώστε η κυβέρνηση να προσποριστεί τα ανάλογα πολιτικά οφέλη.
Άρχισε λοιπόν η «μάχη του πλεονάσματος». Και έπεται η μάχη της τρίτης αξιολόγησης. Και εκεί, οι δανειστές δεν πρόκειται να κάνουν πίσω: όχι μόνο γιατί γενικώς δεν το… συνηθίζουν, αλλά γιατί η δημιουργία «υγιών» προϋποθέσεων για την ανάπτυξη, ασφαλώς όπως τις κατανοούν αυτοί, είναι προϋπόθεση για να αισθάνονται πιο ασφαλείς στις εκτιμήσεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης, που είναι η βάση των υπολογισμών στη σειρά των μεγεθών «ρυθμοί ανάπτυξης – πρωτογενή πλεονάσματα – τοκοχρεολύσια ως ποσοστό του ΑΕΠ – μέτρα για το χρέος».
Η κυβέρνηση ουσιαστικά καλείται να αποφασίσει «εδώ και τώρα» τη γενική γραμμή πλεύσης: θα ανταποκριθεί στην απαίτηση των δανειστών για «εκκαθάριση» του εδάφους όσον αφορά αφενός τις προϋποθέσεις της ανάπτυξης και αφετέρου τους όρους παραγωγής του πλεονάσματος; Ή θα ακολουθήσει την τακτική που ακολούθησε στην πρώτη και τη δεύτερη αξιολόγηση, με σύρσιμο ως την ύστατη στιγμή μέσα σε κλίμα κρίσης και αστάθειας; Είναι μια στρατηγική απόφαση που δεν μπορεί να περιμένει…
Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης πως αυτή τη φορά, αν δεν υπάρξουν «αντιστάσεις» από την ελληνική κυβέρνηση που θα δώσουν την αφορμή για νέες υπαναχωρήσεις, ακόμη και οι πλέον «δύστροποι» των δανειστών (κατά κανόνα η Γερμανία) θα αναγκαστούν να συμφωνήσουν σε ένα μεσοπρόθεσμο «συμβόλαιο» διαχείρισης της ελληνικής χρεοκοπίας που θα περιλαμβάνει και κάποια ρύθμιση του χρέους. Το ΔΝΤ έμεινε για να απαιτήσει την υλοποίηση της δέσμευσης της ευρωπαϊκής τρόικας για ρύθμιση του χρέους, που «σέρνεται» από το φθινόπωρο του 2012, έγινε πιο συγκεκριμένη το Μάιο του 2016 και λίγο πιο συγκεκριμένη με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Το τέλος του προγράμματος είναι πραγματικά το ύστατο σημείο. Γι’ αυτό και οι λύσεις τότε -καλές είτε κακές- θα έχουν ριζικό χαρακτήρα.
Όλες οι πλευρές προετοιμάζονται γι’ αυτή τη «μεγάλη στιγμή». Η κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει πώς θα βαδίσει προς αυτήν… χθες. Και όσοι γνωρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζουν επίσης ότι αυτή τη απόφαση δεν θα είναι εύκολη…