H πανδημία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ψυχική υγεία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι συνέπειές της, μάλιστα, θα είναι αισθητές για χρόνια αφότου καταφέρουμε να την ελέγξουμε. Αυτή είναι η δυσοίωνη εκτίμηση του δρος Αντριαν Τζέιμς, προέδρου του Βασιλικού Κολεγίου Ψυχιατρικής της Βρετανίας.
Οπως τόνισε, ο συνδυασμός της νόσου, των κοινωνικών συνεπειών της και της οικονομικής καταστροφής που έχει επιφέρει θα αποτελέσει ισχυρό πλήγμα στην ψυχική υγεία, με μακροχρόνιες συνέπειες, μια πραγματικότητα που καθιστά αναγκαία τη δυνατότητα πρόσβασης όλων σε φορείς ψυχολογικής υποστήριξης. Δέκα εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων 1,5 εκατ. παιδιά, χρήζουν ψυχολογικής υποστήριξης αποκλειστικά εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης.
Η μείωση της ζήτησης για υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην έναρξη της πανδημίας ακολουθήθηκε από γιγάντωσή της, η οποία ακόμη και σήμερα δεν παρουσιάζει ύφεση. Δεδομένα από την ψηφιακή πλατφόρμα του βρετανικού εθνικού συστήματος υγείας δείχνουν ότι ο αριθμός όσων έρχονται σε επαφή με επαγγελματίες ψυχικής υγείας είναι υψηλότερος από ποτέ, ενώ πολλά ψυχιατρικά νοσοκομεία δεν έχουν πλέον διαθέσιμες κλίνες. Μελέτες του Κέντρου Ψυχικής Υγείας προβλέπουν ότι συνολικά 10 εκατ. άνθρωποι θα αναζητήσουν ψυχιατρική στήριξη. Από αυτούς, 1,3 εκατ. που δεν είχαν ψυχολογικά προβλήματα αναμένεται να αναζητήσει βοήθεια για τη θεραπεία μέτριου ως βαρέος άγχους, ενώ 1,8 εκατ. άλλοι θα ζητήσουν θεραπεία για μέτρια έως βαριά κλινική κατάθλιψη.
Πάνω από 1,5 εκατ. παιδιά κινδυνεύουν από άγχος και κατάθλιψη εξαιτίας της κοινωνικής απομόνωσης, της καραντίνας, της ασθένειας ή του θανάτου οικείου τους. Το ψυχικό κόστος του lockdown δεν πρέπει να αποτελέσει αφορμή για αγνόηση του κινδύνου που εγκυμονεί ο ίδιος ο κορωνοϊός. Αντιθέτως, η ψυχική υγεία κλονίζεται και από την COVID-19, καθώς ο φόβος της προσβολής από τον κορωνοϊό, της έκθεσης ευάλωτων συγγενών σε αυτήν, αλλά και η νόσηση ή το πένθος, δυναμιτίζουν την ψυχική μας υγεία.