Γιατί η σύγκρουση στην Ουκρανία δεν θα τελειώσει σύντομα
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, λίγοι παρατηρητές φαντάζονταν ότι ο πόλεμος θα μαινόταν ακόμη και σήμερα. Οι Ρώσοι σχεδιαστές δεν υπολόγισαν την σθεναρή αντίσταση των ουκρανικών δυνάμεων, την ενθουσιώδη υποστήριξη που θα λάμβανε η Ουκρανία από την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, ή τις διάφορες ελλείψεις του δικού τους στρατού. Και οι δύο πλευρές έχουν πλέον οχυρωθεί και οι μάχες θα μπορούσαν να συνεχιστούν για μήνες, αν όχι για χρόνια.
Γιατί συνεχίζεται αυτός ο πόλεμος; Οι περισσότερες συγκρούσεις είναι σύντομες. Τους τελευταίους δύο αιώνες, ο μέσος πόλεμος διήρκεσε μόλις τρεις με τέσσερις μήνες. Αυτή η συντομία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο πόλεμος είναι ο χειρότερος τρόπος επίλυσης πολιτικών διαφορών. Καθώς το κόστος της μάχης γίνεται εμφανές, οι αντίπαλοι συνήθως αναζητούν μια διευθέτηση.
Πολλοί πόλεμοι, βέβαια, διαρκούν περισσότερο. Ο συμβιβασμός αποτυγχάνει να υλοποιηθεί για τρεις βασικούς στρατηγικούς λόγους: όταν οι ηγέτες πιστεύουν ότι η ήττα απειλεί την ίδια την επιβίωσή τους, όταν οι ηγέτες δεν έχουν σαφή αίσθηση της δύναμής τους και της δύναμης του εχθρού τους, και όταν οι ηγέτες φοβούνται ότι ο αντίπαλός τους θα γίνει ισχυρότερος στο μέλλον. Στην Ουκρανία, όλες αυτές οι δυναμικές διατηρούν τον πόλεμο να μαίνεται.
Αλλά αυτοί οι τρείς λόγοι λένε μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Ουσιαστικά, αυτός ο πόλεμος είναι επίσης ριζωμένος στην ιδεολογία. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, αρνείται την εγκυρότητα της ουκρανικής ταυτότητας και κρατικής υπόστασης. Οι γνώστες μιλούν για μια κυβέρνηση που στρεβλώνεται από την δική της παραπληροφόρηση, φανατική στην δέσμευσή της να καταλάβει εδάφη. Η Ουκρανία, από την πλευρά της, έχει κρατήσει ακλόνητα τα ιδανικά της. Οι ηγέτες και ο λαός της χώρας έχουν δείξει ότι δεν είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την ελευθερία ή την κυριαρχία τους στην ρωσική επιθετικότητα, όποιο κι αν είναι το τίμημα. Εκείνοι που συμπονούν με τόσο ένθερμες πεποιθήσεις τις περιγράφουν ως ακλόνητες αξίες. Οι σκεπτικιστές τις επικρίνουν ως αδιαλλαξία ή δόγμα. Όποιος κι αν είναι ο όρος, το συμπέρασμα είναι συχνά το ίδιο: η κάθε πλευρά απορρίπτει την realpolitik και μάχεται με βάση τις αρχές της.
Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν είναι μοναδικές από αυτήν την άποψη, καθώς η ιδεολογική πεποίθηση εξηγεί πολλούς μακροχρόνιους πολέμους. Ειδικά οι Αμερικανοί θα πρέπει να αναγνωρίσουν το δικό τους επαναστατικό παρελθόν στην σύγκρουση πεποιθήσεων που διαιωνίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όλο και περισσότερες δημοκρατίες μοιάζουν επίσης με την Ουκρανία -όπου τα λαϊκά ιδεώδη καθιστούν ορισμένους συμβιβασμούς απεχθείς- και αυτή η αδιαλλαξία βρίσκεται πίσω από πολλούς από τους πολέμους της Δύσης στον 21ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των εισβολών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σπάνια αναγνωρίζεται, αλλά οι αρχές και οι αξίες που είναι στενά προσκολλημένες σε αυτές καθιστούν την ειρήνη συχνά άπιαστη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα ενός αγώνα που συνεχίζεται όχι μόνο λόγω στρατηγικών διλημμάτων, αλλά επειδή και οι δύο πλευρές βρίσκουν την ιδέα της διευθέτησης αποκρουστική.
ΓΙΑΤΊ ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ
Οι πόλεμοι αρχίζουν και συνεχίζονται όταν οι ηγέτες πιστεύουν ότι μπορούν να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα με μάχες αντί με την κανονική πολιτική. Οι χώρες διεξάγουν μακροχρόνιους πολέμους για τρεις τουλάχιστον υπολογισμένους λόγους. Πρώτον, οι ηγέτες που φοβούνται για την επιβίωσή τους παραμένουν στο πεδίο της μάχης. Αν ο Πούτιν πιστεύει ότι η ήττα θα μπορούσε να τερματίσει το καθεστώς του, έχει κίνητρο να συνεχίσει να πολεμά, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες για τους Ρώσους.
Δεύτερον, οι πόλεμοι επιμένουν σε συνθήκες αβεβαιότητας -για παράδειγμα, όταν και οι δύο πλευρές έχουν μόνο μια ασαφή αίσθηση της σχετικής τους ισχύος ή όταν υποτιμούν τις επιζήμιες συνέπειες της σύγκρουσης. Σε πολλές περιπτώσεις, λίγοι μήνες μάχης αποσαφηνίζουν την κατάσταση. Η μάχη αποκαλύπτει την ισχύ και την αποφασιστικότητα κάθε πλευράς και ξεκαθαρίζει τις λανθασμένες αντιλήψεις. Οι αντίπαλοι βρίσκουν έναν τρόπο να τερματίσουν τον πόλεμο, καταλήγοντας σε μια συμφωνία που αντικατοπτρίζει την ορατή πλέον ισορροπία δυνάμεων. Οι περισσότεροι πόλεμοι, ως αποτέλεσμα, είναι σύντομοι.
Αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, η ομίχλη του πολέμου διαλύεται αργά. Πάρτε την τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία. Οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες όλων, αλλά παραμένει ασαφές αν μπορούν να εκδιώξουν τα ρωσικά στρατεύματα από την χώρα. Ένας κρύος χειμώνας θα μπορούσε να διαβρώσει την προθυμία της Ευρώπης να συνεχίσει να παρέχει κεφάλαια και όπλα στην Ουκρανία. Και οι επιπτώσεις στο πεδίο της μάχης από την μερική επιστράτευση της Ρωσίας τον Σεπτέμβριο θα φανούν μόνο σε μήνες από τώρα. Εν μέσω τέτοιων επίμονων αβεβαιοτήτων, οι αντίπαλοι μπορεί να δυσκολευτούν περισσότερο να συνάψουν μια ειρηνευτική συμφωνία.
Τέλος, ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι κάθε μακροχρόνιος πόλεμος έχει στην καρδιά του ένα «πρόβλημα δέσμευσης» (commitment problems) -δηλαδή την αδυναμία της μιας ή και των δύο πλευρών να δεσμευτούν αξιόπιστα σε μια ειρηνευτική συμφωνία λόγω των αναμενόμενων αλλαγών στην ισορροπία δυνάμεων. Κάποιοι το αποκαλούν αυτό Παγίδα του Θουκυδίδη ή «προληπτικό πόλεμο»: η μια πλευρά εξαπολύει μια επίθεση για να κλειδώσει την τρέχουσα ισορροπία δυνάμεων πριν αυτή χαθεί. Από την προσπάθεια της Γερμανίας να αποτρέψει την άνοδο της Ρωσίας το 1914 έως την επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να εμποδίσουν το Ιράκ να γίνει πυρηνική δύναμη το 2003, τα προβλήματα δέσμευσης οδηγούν πολλούς μεγάλους πολέμους. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι συμφωνίες μπορεί να διαλυθούν πριν καν συναφθούν.
Με μια πρώτη ματιά, ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται να είναι γεμάτος προβλήματα δέσμευσης. Κάθε φορά που ένας Ευρωπαίος ηγέτης ή ένας Αμερικανός στρατηγός προτείνει ότι ήρθε η ώρα να συμβιβαστούν με την Ρωσία, οι Ουκρανοί, και οι σύμμαχοί τους ανταπαντούν ότι ο Πούτιν είναι εκείνος που δεν μπορεί να δεσμευτεί αξιόπιστα σε μια συμφωνία. Το Κρεμλίνο είναι αποφασισμένο να κερδίσει εδάφη, λένε, και ο ηγέτης του είναι πολιτικά και ιδεολογικά εγκλωβισμένος στους πολεμικούς στόχους του. Αν συμβιβαστούν τώρα, προειδοποιούν οι Ουκρανοί, η Ρωσία απλώς θα ανασυνταχθεί και θα επιτεθεί ξανά. Οι Ουκρανοί, εξάλλου, δεν έχουν καμία διάθεση να συμβιβαστούν με τον καταπιεστή τους. Ακόμα και αν η Μόσχα μπορούσε να πείσει έναν Ουκρανό διαπραγματευτή να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός, οι πιθανότητες να δεχτεί το ουκρανικό κοινό ή το ουκρανικό κοινοβούλιο ακόμα και την παραμικρή απώλεια ανθρώπων ή εδαφών είναι ελάχιστες. Μια λαϊκή αντίδραση θα κατέστρεφε οποιαδήποτε διαπραγματευόμενη συμφωνία.
Ωστόσο, ούτε η αποφασιστικότητα της Ρωσίας ούτε εκείνη της Ουκρανίας αποτελούν παραδοσιακά προβλήματα δέσμευσης που απορρέουν από στρατηγικούς υπολογισμούς και αντιλήψεις για μετατοπίσεις ισχύος. Αντίθετα, επουσιώδεις δυνάμεις δυσχεραίνουν μια συμφωνία. Οι αρχές και οι εμμονές των Ουκρανών και των Ρώσων ηγετών τροφοδοτούν την σύγκρουση. Δεν υπάρχει επικείμενη συμφωνία επειδή και οι δύο πλευρές προτιμούν την μάχη από την παραχώρηση.
ΖΗΛΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ
Η σθεναρή αντίσταση της Ουκρανίας σε κάθε πρόταση συμβιβασμού δεν είναι ασυνήθιστη. Η ίδια αδιαλλαξία επαναλαμβάνεται σε όλη την ιστορία όποτε αποικισμένοι και καταπιεσμένοι λαοί αποφασίζουν να αγωνιστούν για την ελευθερία τους ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Απορρίπτουν την υποταγή για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένου ενός μείγματος οργής και αρχών. Οι υποχωρήσεις –[απέναντι] στον ιμπεριαλισμό, στην κυριαρχία- είναι απλά απεχθείς, ακόμη και για τους αδύναμους. Όπως έγραψε ο αντιαποικιοκρατικός πολιτικός φιλόσοφος, Frantz Fanon, στο κλασικό έργο του το 1961, The Wretched of the Earth, «εξεγερθήκαμε απλώς επειδή, για πολλούς λόγους, δεν μπορούμε πλέον να αναπνεύσουμε».
Οι παραλληλισμοί μεταξύ της ουκρανικής αντίστασης και της επανάστασης των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί. Τότε, όπως και τώρα, μια υπερδύναμη ήλπιζε να ενισχύσει τον έλεγχό της πάνω σε μια ασθενέστερη οντότητα. Στις δεκαετίες του 1760 και του 1770, η Μεγάλη Βρετανία προσπάθησε ξανά και ξανά να περιορίσει την αυτονομία των 13 αποικιών. Οι βρετανικές δυνάμεις ήταν στρατιωτικά ανώτερες και οι άποικοι δεν είχαν επίσημους συμμάχους. Αναμφισβήτητα, η μερική κυριαρχία και η αύξηση των φόρων ήταν η καλύτερη δυνατή συμφωνία που θα μπορούσαν να ζητήσουν οι άποικοι από τον ηγεμόνα. Παρόλα αυτά, πολλοί Αμερικανοί απέρριψαν αυτήν την συμφωνία. Γιατί; Σε μια επιστολή του προς τον Τόμας Τζέφερσον το 1815, ο Τζον Άνταμς έγραψε ότι η πραγματική επανάσταση συνέβη στα «μυαλά του λαού». Αυτό έγινε, έγραψε, «κατά την διάρκεια 15 ετών προτού χυθεί έστω και μια σταγόνα αίματος στο Λέξινγκτον». Έγινε, παρατήρησε λίγα χρόνια αργότερα, μέσω μιας «ριζικής αλλαγής στις αρχές, τις απόψεις, τα αισθήματα, και τα συναισθήματα» των αποίκων. Για πολλούς, ο συμβιβασμός σε αυτές τις αρχές με το να υποχωρήσουν σε έναν Βρετανό βασιλιά ήταν εκτός συζήτησης. Στην Ουκρανία, η αυτονομία της οποίας βάλλεται εδώ και σχεδόν μια δεκαετία από τον Πούτιν, έχει αναδειχθεί μια παρόμοια αποφασιστικότητα. Πολλοί Ουκρανοί αρνούνται για λόγους αρχής να αποδεχθούν τις ρωσικές διεκδικήσεις στην γη τους ή να λυγίσουν μπροστά στην ρωσική επιθετικότητα -ιδιαίτερα όταν αυτό σημαίνει να αφήσουν συμπατριώτες τους στην άλλη πλευρά.
Υπάρχουν επίσης παραλληλισμοί με μια παλιά, τώρα παραμελημένη πλέον ιδέα στη μελέτη του πολέμου: «αδιαιρετότητα» (indivisibility), ή αλλιώς ένα αντικείμενο, ένας τόπος, ή ένα σύνολο αρχών που οι άνθρωποι πείθουν τους εαυτούς τους ότι δεν μπορούν να διαιρεθούν ή να διακυβευθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Ορισμένοι μελετητές χρησιμοποίησαν την έννοια για να εξηγήσουν γιατί οι ιεροί τόποι και οι εθνικές πατρίδες μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνιους και διχαστικούς πολέμους. Άλλοι την απέρριψαν ως μια εξειδικευμένη εξήγηση για μια στενή κατηγορία συγκρούσεων, και οι αδιαιρετότητες απομακρύνθηκαν από την ακαδημαϊκή προσοχή. Η έννοια είναι ισχυρή, ωστόσο, και εφαρμόσιμη σε ένα ευρύ φάσμα συγκρούσεων. Όταν οι γενναίοι μαχητές στην Ουκρανία ή οι αντι-ιμπεριαλιστές επαναστάτες στην αποικιοκρατική Αμερική και στις ευρωπαϊκές αποικίες στην Αφρική αρνήθηκαν να παραχωρήσουν ελευθερίες, ήταν επειδή θεώρησαν τα ανταλλάγματα πολύ δαπανηρά. Μια ριζική αλλαγή στις αρχές και στο λαϊκό αίσθημα καθιστούσε την παράδοση της γης και της ελευθερίας πολιτικά ανέφικτη.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο και φαίνεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στις δημοκρατίες. Αναμφισβήτητα, οι αρχές και οι απαράδεκτοι συμβιβασμοί είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι δημοκρατικές χώρες καταλήγουν να διεξάγουν μακροχρόνιους πολέμους. Πάρτε την εκστρατεία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν που κράτησε δύο δεκαετίες. Επανειλημμένα, από το 2002 έως τουλάχιστον το 2004, αξιωματούχοι των Ταλιμπάν επεδίωκαν πολιτικές συμφωνίες με τον Hamid Karzai, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος του Αφγανιστάν. Αλλά σύμφωνα με ανθρώπους τους εσωτερικού κύκλου που τους πήρε συνέντευξη ο ιστορικός Carter Malkasian, η άποψη της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους ήταν ότι «όλοι οι Ταλιμπάν ήταν κακοί». Εξετάζοντας την ίδια περίοδο, ο δημοσιογράφος Steve Coll σημείωσε πώς ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Donald Rumsfeld, ανακοίνωσε ότι η διαπραγμάτευση ήταν «απαράδεκτη για τις Ηνωμένες Πολιτείες» και ότι η αμερικανική πολιτική απέναντι στους Ταλιμπάν ήταν «να αποδοθεί δικαιοσύνη σε αυτούς ή να αποδοθούν αυτοί στην δικαιοσύνη». Τόσο κατά τον Malkasian όσο και κατά τον Coll, η κυβέρνηση Μπους απαγόρευσε σταθερά στον Karzai να επιδιώξει οποιαδήποτε ειρήνη μέσω μιας διευθέτησης.
Φυσικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε στρατηγικούς λόγους για να αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια των Ταλιμπάν. Και επιδιώκοντας την ολοκληρωτική στρατιωτική ήττα των Ταλιμπάν, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης ήθελαν να εδραιώσουν μια φήμη ισχύος και να στείλουν ένα μήνυμα σε άλλους αντιπάλους να μην επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα ήταν όμως ανόητο να αγνοήσουμε το γεγονός ότι, επί σχεδόν δύο δεκαετίες, οι ηγέτες των ΗΠΑ απέρριπταν την ιδέα της διαπραγμάτευσης με τους Ταλιμπάν ως θέμα αρχής και όχι απλώς ως θέμα υπολογισμένης στρατηγικής.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι μόνες τους στην άρνησή τους να διαπραγματευτούν. Ξανά και ξανά, αντιμετωπίζοντας αντάρτες και τρομοκράτες στο Ιράκ, την Βόρεια Ιρλανδία, τα παλαιστινιακά εδάφη, ή σε δεκάδες άλλα μέρη, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις αρνούνται εδώ και χρόνια να σκεφθούν καν το ενδεχόμενο διαλόγου. Ο Τζόναθαν Πάουελ, ο επικεφαλής διαπραγματευτής της βρετανικής κυβέρνησης στην Βόρεια Ιρλανδία από το 1997 έως το 1999, εξέφρασε θλίψη για την κατάσταση αυτή στο βιβλίο του με τίτλο Terrorists at the Table το 2015. Υποστήριξε ότι η δαιμονοποίηση του εχθρού και η άρνηση κάθε διαλόγου ήταν κοντόφθαλμη και πάντοτε η αιτία άσκοπων θανάτων. Στην Βόρεια Ιρλανδία, η βρετανική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τελικά ότι έπρεπε να ακολουθήσει μια πολιτική διαδικασία. Η ειρήνη είναι αδύνατη, υποστηρίζει ο Πάουελ, αν τα ιδεολογικά εμπόδια αποτρέπουν τους ηγέτες να διαπραγματευτούν.
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ
Ωστόσο, τα γεγονότα στην Ουκρανία δεν έχουν φτάσει σε σημείο που οι Ουκρανοί να μπορούν να δεχθούν συμβιβασμό. Πρόσφατα, ρεαλιστές όπως ο Henry Kissinger και ο Stephen Walt προέτρεψαν την Ουκρανία να ξεπεράσει τα ιδεολογικά της εμπόδια και να ανταλλάξει κάποιο βαθμό κυριαρχίας με την ειρήνη. Η διαφορά μεταξύ αυτών των ρεαλιστών και των ιδεαλιστών που θέλουν την Ουκρανία να συνεχίσει να πολεμά είναι απλή: διαφωνούν ως προς το κόστος των παραχωρήσεων που μπορεί να χρειαστεί να κάνει η Ουκρανία για να επιτευχθεί μια συμφωνία και ως προς το επίπεδο της ιδεολογικής δέσμευσης της Ρωσίας για την κατάκτηση του γείτονά της.
Μην κάνετε λάθος, υπάρχει μια στρατηγική υπόθεση για τους Ουκρανούς να συνεχίσουν να μάχονται και για την Δύση να τους υποστηρίζει. Παρόλα αυτά, η αντίσταση έναντι της Ρωσίας -και η απόρριψη του είδους των δυσάρεστων συμβιβασμών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον πόλεμο σε ένα γρήγορο τέλος- θα πρέπει επίσης να κατανοηθεί ως απόδειξη της μόνιμης ισχύος των ιδανικών και των αρχών στην γεωπολιτική.
Τέτοιες αξίες και ιδέες θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους πολέμους που θα διεξάγουν οι δημοκρατίες στο μέλλον. Με την πάροδο του χρόνου, η Δύση έχει βασιστεί σταθερά περισσότερο στα δικαιώματα: σε πολλές χώρες έχει γίνει υποχρεωτικό να τηρούνται και να υπερασπίζονται ορισμένες φιλελεύθερες αρχές, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Ο φιλόσοφος Michael Ignatieff αποκαλεί αυτή τη μετατόπιση ως την Επανάσταση των Δικαιωμάτων. Αυτά τα ιδανικά θα πρέπει να γιορτάζονται, και οι Δυτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να προσπαθούν να τα τηρούν (ακόμη και αν συχνά αποτυγχάνουν). Αλλά αν αυτή η τάση κάνει την Δύση λιγότερο επιρρεπή προς την realpolitik -την ανταλλαγή δικαιωμάτων και αρχών για την ειρήνη ή την σύναψη συμφωνιών με δυσάρεστους αυταρχικούς-, πόλεμοι όπως αυτός στην Ουκρανία μπορεί να γίνουν πιο συχνοί και πιο δύσκολο να τερματιστούν.
πηγή:https://www.foreignaffairs.gr/articles/73920/christopher-blattman/i-skliri-alitheia-gia-toys-makroxronioys-polemoys