Τα τελευταία 50 χρόνια, το 60% των ζωικών πληθυσμών έχει οδηγηθεί σε εξαφάνιση. Αν και αυτό είναι ήδη τραγικό, αυτές οι απώλειες έχουν βαθιές επιπτώσεις στην οικολογική ακεραιότητα των βιολογικών συστημάτων.
Ομάδα ερευνητών μελέτησε τις αλλαγές στα τροφικά πλέγματα των χερσαίων θηλαστικών σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία 130.000 χρόνια και διαπίστωσε ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας μαζικής απώλειας της βιοποικιλότητας.
Η απώλεια αυτή οφείλεται στην εξαφάνιση ειδών, αλλά και στη μείωση των περιοχών εξάπλωσης των ειδών που έχουν επιβιώσει, επειδή έχει μειωθεί και ο συνολικός αριθμός των ατόμων ενός είδους. Οι απώλειες αυτές θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη διατήρηση και λειτουργία των οικοσυστημάτων, προειδοποιούν οι ερευνητές σε σχετικό άρθρο που δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικό «Science».
«Περίπου το 6% των χερσαίων θηλαστικών έχουν εξαφανιστεί σε αυτό το διάστημα, και εκτιμούμε ότι πάνω από το 50% των συνδέσμων τροφικών ιστών των θηλαστικών έχουν εξαφανιστεί», δήλωσε ο Έβαν Φρικ, οικολόγος και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Επίσης, τα θηλαστικά που είναι πιο πιθανό να μειωθούν, τόσο στο παρελθόν όσο και τώρα, είναι βασικά για την πολυπλοκότητα του τροφικού πλέγματος των θηλαστικών», τόνισε.
Όλα συνδέονται μεταξύ τους
Ένας τροφικός ιστός αποτελείται από όλες τις τροφικές αλυσίδες σε ένα ενιαίο οικοσύστημα. Τα οικοσυστήματα βασίζονται στη διασύνδεση – οι μέλισσες επικονιάζουν τα λουλούδια, τα αρπακτικά τρώνε τη λεία τους και ούτω καθεξής. Αλλά αυτοί οι ιστοί, αν και ιδιαίτερα εξελιγμένοι, μπορεί να είναι ευαίσθητοι. Αν χαθεί ένας κρίκος, το αποτέλεσμα θα γίνει αισθητό σε ολόκληρο το σύστημα. Καθώς χάνονται περισσότερα είδη, η ισορροπία γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, μέχρι που καταρρέει.
Τα πολύπλοκα τροφικά πλέγματα είναι απαραίτητα για τη διαχείριση των πληθυσμών με τρόπο που να επιτρέπει τη συνύπαρξη περισσότερων ειδών, προωθώντας έτσι τη βιοποικιλότητα και τη σταθερότητα των οικοσυστημάτων. Όμως, οι απώλειες ζώων μπορεί να μειώσουν αυτή την πολυπλοκότητα, μειώνοντας έτσι την ανθεκτικότητα ενός οικοσυστήματος.
«Όταν ένα ζώο εξαφανίζεται από ένα οικοσύστημα», πρόσθεσε ο Φρικ, «η απώλειά του αντηχεί σε όλο το οικοσύστημα».
Για τη μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα σύστημα μηχανικής μάθησης που εκπαιδεύτηκε με δεδομένα από σύγχρονες παρατηρήσεις αλληλεπιδράσεων μεταξύ θηρευτών και θηραμάτων, για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους.
«Αυτή η προσέγγιση μπορεί να μας πει ποιος τρώει ποιον σήμερα με ακρίβεια 90 τοις εκατό», σημειώνει στο δελτίο τύπου η οικολόγος και συν-συγγραφέας της μελέτης, Λίντια Μποντρό.
«Αυτό είναι καλύτερο από ό,τι κατάφεραν προηγούμενες προσεγγίσεις και μας επέτρεψε να μοντελοποιήσουμε αλληλεπιδράσεις μεταξύ θηρευτών και θηραμάτων για εξαφανισμένα είδη», πρόσθεσε.
«Το έργο μας παρουσιάζει νέα εργαλεία για τη μέτρηση του τι έχει ήδη χαθεί, τι θα χάσουμε ακόμη αν εξαφανιστούν τα απειλούμενα είδη, καθώς και την οικολογική πολυπλοκότητα που μπορούμε να επαναφέρουμε μέσω της αποκατάστασης των ειδών».