Η υπόθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου, που λόγω της βιαιότητας του εγκλήματος συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, αποτέλεσε αφορμή για μια διεξοδική συζήτηση γύρω από το φαινόμενο της βίας και τον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του νομικού πλαισίου, αλλά και του κοινωνικού στιγματισμού για την αντιμετώπισή της. Στην συζήτηση, η οποία διοργανώθηκε από τον Ελληνικό Σύλλογο Αποφοίτων του London School of Economics, στο Κέντρο Πολιτισμού “Ελληνικός Κόσμος” με την υποστήριξη του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών, συμμετείχε η ίδια η Ιωάννα Παλιοσπύρου, ο Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Λεωνίδας Χελιώτης, αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής στο London School of Economics (LSE) και η δημοσιογράφος Εύα Αντωνοπούλου, ενώ τον ρόλο του συντονιστή είχε ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Στον σύντομο χαιρετισμό που απηύθυνε ο δρ. Βασίλης Αποστολόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων του LSE και διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών σημείωσε ότι πρόκειται για θέμα «επίκαιρο» και «φλέγον», καθώς συχνά η προσέγγιση του φαινομένου της βίας γίνεται «με έμφαση στην πρόκληση έντονων συναισθημάτων και την μεγιστοποίηση της τηλεθέασης, των κλικ, της προσοχής του κοινού και όχι με τρόπο εκπαιδευτικό. Χωρίς να γίνεται εξαγωγή συμπερασμάτων, χωρίς να υπάρχει μια διάσταση ενημέρωσης της κοινωνίας, χωρίς να ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά της πρόληψης, της κοινωνικής ευθύνης και της υπευθυνότητας. Χωρίς, λοιπόν, να ενεργοποιείται η ανθρώπινη ζεστασιά, η συμπόνια αλλά και η εγρήγορση που απαιτείται ώστε ως κοινωνία να αναλάβουμε υποστηρικτικές πρωτοβουλίες, να λάβουμε μέτρα, να απαιτήσουμε αλλαγές, να γίνουν στοχευμένες ενημερωτικές καμπάνιες και συνολικά ενέργειες που συμβάλλουν στην αλλαγή παιδείας, κουλτούρας, συμπεριφορών, είτε μέσα από την επικοινωνία, την εκπαίδευση, την ενημέρωση, είτε μέσα από ανάλογες νομικές πρωτοβουλίες». Ο δρ. Αποστολόπουλος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην έμφυλη βία, ως διάσταση του φαινομένου συνολικότερα, που όπως είπε «αποτελεί ένα αγκάθι που χρόνια τώρα δεν έχουμε αντιμετωπίσει και όλα δείχνουν ότι έχει οξυνθεί σε ορισμένες της εκφάνσεις τον τελευταίο χρόνο».
Καλωσορίζοντας τους προσκεκλημένους της εκδήλωσης, η Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, εκτελεστική αντιπρόεδρος του ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και πρόεδρος του Εθνικού Επιμελητηριακού Δικτύου Ελληνίδων Γυναικών Επιχειρηματιών (ΕΕΔΕΓΕ) υπογράμμισε ότι «η ιστορία της Ιωάννας Παλιοσπύρου έρχεται να προστεθεί σε μια όλο και διογκούμενη σειρά περιστατικών βίας κατά γυναικών, διακρίσεων στον κοινωνικό και εργασιακό χώρο και διάχυσης σεξιστικών συμπεριφορών σε κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας». «Πράγματα στα οποία δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία, στερεότυπα, αστεία που θεωρούσαμε αθώα μπήκαν κάτω από το μικροσκόπιο» σημείωσε. Όπως χαρακτηριστικά είπε η κυρία Κουνενάκη Εφραίμογλου «εκατοντάδες γυναίκες που είχαν αποφασίσει να κρατήσουν μέσα τους, ως αγκάθια, παρενοχλήσεις, άδικες συμπεριφορές, ακόμα και βιασμούς, βρήκαν το θάρρος να καταγγείλουν συμπεριφορές ποινικά κολάσιμες και κοινωνικά καταδικαστέες. Οι γυναίκες που έχουν βιώσει και βιώνουν καθημερινά περιστατικά βίας και διακρίσεων είτε στο χώρο εργασίας, είτε σε δημόσιους χώρους, είτε μέσα στο σπίτι τους από συντρόφους και συγγενικά πρόσωπα έχουν ενώσει τις φωνές τους, ζητώντας να μπει ένα τέλος στη βία και σε κάθε μορφής διάκριση».
«Η Ιωάννα μας έδωσε μια αφορμή να συζητήσουμε για τη βία, για το μίσος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και πώς οι δημοσιογράφοι από τη μια μεριά μπορούν να βάλουν το δικό τους φραγμό, προβάλλοντας θετικά παραδείγματα, τι ρόλο θα παίξει η νομική επιστήμη και, τέλος, ως κοινωνία, στην παιδεία, στην εκπαίδευση, στις καθημερινές μας σχέσεις τι μπορεί ο καθένας από εμάς να κάνει ώστε να παραμερίσουμε την έχθρα, τη βία που μαστίζει και την ελληνική κοινωνία, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες» ανέφερε κατά την έναρξη της κουβέντας ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Δίνοντας τη δική της απάντηση στην κάμερα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Ιωάννα Παλιοσπύρου τόνισε ότι γνωρίζει πως «τα θύματα βίας έχουν κάθε φορά τους ενδοιασμούς τους για να μιλήσουν και ότι πιστεύουν ότι ίσως δεν βρουν την ανταπόκριση που θα έπρεπε» και επισήμανε: «Έχουν αλλάξει οι εποχές, υπάρχουν δράσεις και θεσμοί που μπορούν να πάρουν θέση και να τους βοηθήσουν οπότε, όπως εγώ είχα δύο επιλογές, είτε να σιωπήσω και να κρυφτώ, είτε να βγω μπροστά και να μιλήσω για όλους όσοι νιώθουν ότι μπορεί να έχουν αδικηθεί και υποστεί βία, εγώ επιλέγω το δεύτερο και προτείνω όλα τα θύματα να διαλέξουν αυτό».
Στο πλαίσιο της συζήτησης, η ίδια σημείωσε ότι «είμαι εδώ σήμερα από μια θέση που θα προτιμούσα να μην βρίσκομαι, προφανώς, θα προτιμούσα να βρίσκομαι στη θέση του ακροατή, όμως η ζωή τα έφερε έτσι, είναι γεμάτη εκπλήξεις. Υπήρξα το θύμα μιας πολύ βίαιης και παράλογης επίθεσης η οποία είναι γνωστή, πιστεύω ακριβώς λόγω του βαθμού της βιαιότητας και γιατί η χώρα μας δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοια περιστατικά. Από τη στιγμή που συνέβη είχα δύο επιλογές: ή να τα παρατήσω και να παραδοθώ σε αυτό ή να το πολεμήσω και να σταθώ απέναντι και να πάρω θέση», προσθέτοντας ότι «ήταν για μένα μονόδρομος αυτή η αντιμετώπιση και ο χειρισμός της κατάστασης, δηλαδή να χρησιμοποιήσω όλες μου τις δυνάμεις και όλα τα μέσα που διαθέτω για να μπορέσω πρώτα να σταθώ στα πόδια μου και δεύτερον να μπορέσω, εάν μπορώ και όσο μπορώ, να βοηθήσω θύματα επιθέσεων ή όποιον νομίζει ότι μπορώ με την εμπειρία που έχω αποκτήσει να του δώσω δύναμη και ελπίδα».
Η κυρία Παλιοσπύρου επανειλημμένα τόνισε ότι «η σιωπή είναι συνενοχή» και ότι αποτελεί χρέος κάθε πολίτη να αντιδρά απέναντι στη βία, ενώ, σημείωσε ότι είναι σημαντικό «να χρησιμοποιήσουμε όλη αυτή την ιστορία για να βγει κάτι καλό και να ανακαλύψουμε σιγά σιγά τα κενά που υπάρχουν και που οδήγησαν στο να δεχθώ εγώ εν προκειμένω αυτή την επίθεση, στα κενά του συστήματος και της Πολιτείας και να μιλήσουμε για την πρόληψη από εδώ και πέρα αυτών των περιστατικών». «Εγώ έχω αποφασίσει όσο μπορώ να μην με καθορίσει το περιστατικό ως περιστατικό, αλλά να με καθορίσει η στάση και η αντιμετώπιση που θα έχω απέναντι σε αυτό. Δηλαδή, θα ήθελα να πετύχω στο τέλος, όλοι σας να με θυμάστε ως την Ιωάννα που βρήκε τη δύναμη να ανταπεξέλθει και τα κατάφερε και όχι ως την Ιωάννα η οποία δέχτηκε την επίθεση με το βιτριόλι» είπε η κυρία Παλιοσπύρου.
«Τα social media διευκόλυναν το γεγονός καθώς αυτή η γυναίκα ήξερε πολλά πράγματα και τα έμαθε πολύ εύκολα» ανέφερε ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, εξηγώντας ότι πιθανά σε μια άλλη χρονική ή τεχνολογική συγκυρία, η δράστρια να έπρεπε να χρησιμοποιήσει ιδιωτικό ερευνητή για να συγκεντρώσει τις πληροφορίες που χρειαζόταν για το θύμα της. «Αυτό είναι ένα θέμα που νομικά πρέπει να αντιμετωπιστεί και ήδη έχει γίνει ένα πρώτο βήμα» καθώς «έχει ποινικοποιηθεί η έμμονη παρακολούθηση. Πας φυλακή, εάν με εμμονή παρακολουθείς κάποιον και δεν χρειάζεται να πας να στηθείς έξω από το σπίτι του, και μόνο στον κυβερνοχώρο» τόνισε ο κ. Αλιβιζάτος.
«Η Ιωάννα συγκίνησε» είπε ο συνταγματολόγος, ο οποίος αναγνώρισε ότι τα μέσα ενημέρωσης εν προκειμένω τήρησαν μια ισορροπημένη στάση, αλλά επεσήμανε ότι ως προς την προβολή της βίας ως φαινομένου αυτό «δεν είναι καθόλου αυτονόητο». «Η βία τραβάει, είναι ζήτημα τηλεθέασης. Ξεκινώντας από την σκηνή με τη Λιάνα Κανέλλη στην τηλεόραση που της πέταξε ο Κασιδιάρης το νερό. Πόσες φορές προβλήθηκε αυτή η σκηνή ενώ ήταν μια απαίσια σκηνή βίας από έναν άνθρωπο που η μόνη θέση που πρέπει να έχει είναι στη φυλακή. Το γεγονός ότι προβλήθηκε 15 χιλιάδες φορές δεν θα έλεγα ότι ήταν υπέρ των ελληνικών μίντια εκείνη τη στιγμή και έπρεπε να φτάσουμε στο σημείο της δολοφονίας του Φύσσα για να σταματήσουν να προβάλουν» τόνισε ο κ. Αλιβιζάτος.
Επιπλέον, αναφέρθηκε σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές προσπάθειες για τη ρύθμιση του πλαισίου λειτουργίας του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με τρόπο που να προστατεύεται ο πολίτης από παραβατικές και δυσφημιστικές συμπεριφορές. Για το ελληνικό νομικό σύστημα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η αναφορά του κ. Αλιβιζάτου στην έννοια της παραγραφής, η οποία, όπως είπε, «δεν προβλέπεται στην Αμερική για όλα τα αδικήματα. Σε εμάς, εάν δεν είχε κάνει καλά τη δουλειά της η Αστυνομία και συλλαμβανόταν [η δράστρια] μετά από 20 χρόνια θα απηλάσετο λόγω παραγραφής» σχολίασε ο διακεκριμένος νομικός.
Σχετικά με τον ρόλο των μέσων στην κάλυψη της συγκεκριμένης υπόθεσης, η δημοσιογράφος Εύα Αντωνοπούλου επισήμανε ότι τα ΜΜΕ «αγκάλιασαν το θέμα της Ιωάννας, ασχολήθηκαν πάρα πολύ». «Παρακολουθήσαμε λεπτό προς λεπτό, και νομίζω ότι υπήρχε και ένα αίσθημα απόδοσης δικαιοσύνης» είπε ενώ τάχθηκε κατά «των λαϊκών δικαστηρίων, είτε στην τηλεόραση, είτε στα social media». «Ωστόσο, θέλω να πω ότι υπάρχει εδώ ένα όριο. Δεν πρέπει να ξεπερνάμε το όριο και μετά να φτάνουμε στην κλειδαρότρυπα, δηλαδή υπάρχει αυτή η πολύ λεπτή γραμμή, και δεν πιστεύω ότι αυτό το τηρούν όλα τα μέσα ενημέρωσης, όλοι οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι ή όλες οι εκπομπές» ανέφερε η κυρία Αντωνοπούλου. Η δημοσιογράφος σημείωσε, επίσης, ότι «ακριβώς επειδή ήταν τόσο πολύ έντονο το αίσθημα της αδικίας, που προήλθε από τη βία στην περίπτωση της Ιωάννας, αλλά και η δική της η αντιμετώπιση, ο χαρακτήρας της και ο δυναμισμός της νομίζω ότι αυτό οδήγησε στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν και τα μέσα ενημέρωσης. Πάντως, νομίζω ότι δεν θα μπορούσαν να συμπεριφερθούν διαφορετικά. Θα έπρεπε να είσαι απάνθρωπος για να επιτεθείς σε έναν άνθρωπο που έχει δεχθεί μια τέτοια επίθεση, ένα έγκλημα το οποίο δεν συνηθίζεται».
«Στο διαδίκτυο, και με αφορμή αυτό το οποίο συνέβη στην Ιωάννα, δηλαδή την εμμονή που δημιουργήθηκε στην δράστια, νομίζω ότι και εμείς οι ίδιοι έχουμε μια ευθύνη» σχολίασε η κ. Αντωνοπούλου εγείροντας το ζήτημα της υπερέκθεσης προσωπικών πληροφοριών στη δημόσια σφαίρα μέσω των τεχνολογικών πλατφορμών, όπως το facebook, Instagram, twitter κοκ. «Ελευθερωθήκαμε πάρα πολύ» είπε, τονίζοντας μάλιστα ότι η ίδια δείχνει πλέον εγκράτεια σε σχέση με το τι μοιράζεται. «Επίσης, στα social media υπάρχει ένα πολύ μεγάλο πεδίο για να γεννιέται, να αναπτύσσεται και να διογκώνεται, να φουντώνει το μίσος. Είτε είναι μίσος προς μια γυναίκα από μια άλλη γυναίκα, είτε από έναν άνδρα» τόνισε η κυρία Αντωνοπούλου, η οποία επίσης ανέφερε ότι διανύουμε μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας «δυστυχώς, έχουμε μετρήσει μέχρι τώρα 14 γυναικοκτονίες» και ενώ υπάρχει η άποψη ότι «έχει παίξει ρόλο ο εγκλεισμός με τον κορονοϊό, προφανώς, όμως, τα βαθύτερα αίτια είναι αλλού και βγήκαν στην επιφάνεια κάποια ζητήματα βίας».
Ο αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής στο LSE, Λεωνίδας Χελιώτης για την υπόθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου τόνισε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ότι δηλαδή «μια γυναίκα η οποία έπεσε θύμα ενός ειδεχθούς εγκλήματος το οποίο τελέστηκε από μια άλλη γυναίκα και ο τρόπος της τέλεσης του εγκλήματος αυτού είναι εξαιρετικά σπάνιος. Δεν είναι μοναδικός, έχουμε και άλλες περιπτώσεις στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν με πιο σημαντική την υπόθεση της Κούνεβα. Το κατά πόσο η συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μια ευρύτερη συζήτηση σε κοινωνικό και ακόμα και πολιτικό επίπεδο μένει να φανεί. Μακάρι». Επιπλέον, ο κ. Χελιώτης υπογράμμισε ότι έχει σημασία «το ευρύτερο κλίμα μέσα στο οποίο η συγκεκριμένη υπόθεση αναδείχθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης», δηλαδή το γεγονός ότι η συγκεκριμένη υπόθεση «έχει τραβήξει και κρατήσει -καλώς- τα φώτα της δημοσιότητας έχει φυσικά να κάνει με τη γενναιότητα της ίδιας, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές άλλες γυναίκες έχουν δημοσιοποιήσει τον τελευταίο καιρό τη δική τους θυματοποίηση και μέσα σε αυτό το κλίμα το έδαφος ήταν πιο πρόσφορο».
Σχετικά με την «αυστηροποίηση των ποινών για να αντιμετωπιστούν εγκλήματα βίας», ο κ. Χελιώτης ανέφερε ότι «ένα από τα βασικά πορίσματα της εγκληματολογικής έρευνας διεθνώς είναι ότι τα μέτρα που αυστηροποιούν τις ποινές για εγκλήματα βίας συνήθως αποτυγχάνουν να μειώσουν τη βίαιη εγκληματικότητα και μάλιστα την αναπαράγουν». Όπως εξήγησε ο καθηγητής ,«οι αυστηρές ποινές, όπως ο μακροχρόνιος εγκλεισμός στη φυλακή, είναι εκ των πραγμάτων άσχετες με τους παράγοντες, είτε αυτοί είναι κοινωνικοί, είτε είναι οικονομικοί, που αυξάνουν την πιθανότητα τέλεσης εγκλημάτων και δεν είναι μόνο αυτό- ο μακροχρόνιος εγκλεισμός στη φυλακή ενισχύει αυτούς τους παράγοντες, στιγματίζοντας το άτομο και αποκλείοντας το κοινωνικοοικονομικά από την κοινωνία στην οποία κάποια στιγμή θα κληθεί να επιστρέψει. Αυτό το θέμα έχει ερευνηθεί ενδελεχώς σε διάφορες χώρες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ που ήδη αναφέρθηκαν οι οποίες έχουν το μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων στον κόσμο».
Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση συνηγόρησαν ότι κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας παίζει η παιδεία, είτε αφορά την εξειδικευμένη εκπαίδευση των λειτουργών της Δικαιοσύνης, είτε αφορά την γνώση για την αντιμετώπιση ειδικών περιστατικών από μονάδες της Αστυνομίας, είτε αφορά την θεμελιώδη εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα, επί της ουσίας, και την ενσυναίσθηση, κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών.