Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας καθώς όπως είπε οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό (14% του συνόλου), γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών.
Παράλληλα ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ. Όπως είπε, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επενδύσεις σε πραγματικούς όρους το 2022 ήταν κατά 50% περίπου χαμηλότερες σε σχέση με το 2008. Ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν από το 2008 (δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο όρο της ΕΕ), κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 11,9% την περίοδο 2010-2020. Σημειώνεται ότι πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ εκτιμά ότι το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, έφτασε έως 8% του ΑΕΠ για το 2019.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μιλώντας στην εκδήλωση για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας ΕΙΒ INVESTMENT SURVEY 2023 για την Ελλάδα τόνισε ότι η έγκαιρη απορρόφηση και η εκταμίευση των πόρων του RRF προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά την περίοδο 2024-2026.
“Μέχρι στιγμής, το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF είναι ικανοποιητικό (41% από συνολικό ποσό 36 δισεκ. ευρώ) και η Ελλάδα είναι 4η στη σχετική κατάταξη των χωρών σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό (14% του συνόλου), γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών” είπε.
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι η πρόοδος που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αντανακλώνται στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στην επενδυτική κατηγορία.
“Ωστόσο, απαιτούνται συνεχείς προσπάθειες για την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Αυτό απαιτεί την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, που είναι καθοριστικής σημασίας για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων” πρόσθεσε.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι η ελληνική οικονομία προβλέπεται να καταγράψει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Πρόσθεσε ότι η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς τα μέσα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), διαδικασία η οποία διακόπηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους.
“Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη στη συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων και ιδίως του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος χάρη στην άνοδο της απασχόλησης και στη μείωση του πληθωρισμού” πρόσθεσε.
Ο κ. Στουρνάρας αναλυτικά για το ρόλο των επενδυτικών δαπανών είπε:
Με δεδομένα τα προβλήματα που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού, την υπογεννητικότητα και τη χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ο ρόλος των επενδύσεων σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο καθίσταται καθοριστικός για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, οι επενδυτικές δαπάνες ενισχύουν τη ζήτηση και το ρυθμό ανάπτυξης. Μακροπρόθεσμα, αυξάνουν το κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας και επιταχύνουν το ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος.
Οι επενδυτικές δαπάνες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη, είτε αφορούν βελτιώσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, είτε επενδύσεις σε παραγωγικό εξοπλισμό, μηχανήματα, καθώς και σε άυλα στοιχεία ενεργητικού και σε τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα της αύξησης του αποθέματος υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, η παραγωγικότητα της εργασίας βελτιώνεται και καθίσταται δυνατή η διατηρήσιμη αύξηση των πραγματικών μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων.
Ωστόσο, το σταθερά χαμηλό επίπεδο συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην αύξηση της παραγωγικότητας και τη σύγκλιση με το μέσο όρο της ΕΕ. Ειδικότερα, από την κρίση δημόσιου χρέους και εξής οι επενδύσεις στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επενδύσεις σε πραγματικούς όρους το 2022 ήταν κατά 50% περίπου χαμηλότερες σε σχέση με το 2008. Ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ, ο οποίος κυμαινόταν γύρω στο 24% πριν από το 2008 (δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο όρο της ΕΕ), κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης και διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 11,9% την περίοδο 2010-2020. Σημειώνεται ότι πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ εκτιμά ότι το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, έφτασε έως 8% του ΑΕΠ για το 2019. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι παράγοντες που έχουν επηρεάσει ανασταλτικά τις επενδύσεις περιλαμβάνουν, στην περίπτωση των επιχειρηματικών επενδύσεων, διαρθρωτικά εμπόδια, ενώ, όσον αφορά τις επενδύσεις των νοικοκυριών, τις εξελίξεις του οικονομικού κύκλου και των εισοδημάτων.
Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της έντονης αύξησης των επενδύσεων τη διετία 2021-2022. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν ανακάμψει πλήρως και έχουν επανέλθει στα προ του 2010 επίπεδα, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες είναι χαμηλές, εντούτοις αυξάνονται με ταχύ ρυθμό λόγω της ισχυρής ζήτησης από πλευράς εγχώριων επενδυτών, καθώς και επενδυτών από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες στο πλαίσιο του προγράμματος Golden Visa. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν όμως χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (14,3%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023).
Σημειώνεται πάντως ότι το επενδυτικό κενό δεν είναι γνώρισμα μόνο της ελληνικής οικονομίας. Επενδυτικό κενό έχει και η ΕΕ στο σύνολό της σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΕΤΕπ, το επενδυτικό κενό της ΕΕ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη δυναμική του προϊόντος, το υψηλό κόστος κεφαλαίου, τους χρηματοοικονομικούς περιορισμούς, τη δανειακή επιβάρυνση των επιχειρήσεων και την αβεβαιότητα. Ειδικότερα, υπάρχει μεγάλο κενό στις επενδύσεις σε εξοπλισμό πληροφορικής και επικοινωνιών (ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών) και σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση της Ελλάδος, το κενό στις παραγωγικές επενδύσεις σε σύγκριση με τις ΗΠΑ είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ.
Τέλος αναφέρθηκε στα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν:
“Η έγκαιρη απορρόφηση και η εκταμίευση των πόρων του RRF προς τον ιδιωτικό τομέα είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη των προβλεπόμενων ρυθμών αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά την περίοδο 2024-2026. Μέχρι στιγμής, το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του RRF είναι ικανοποιητικό (41% από συνολικό ποσό 36 δισεκ. ευρώ) και η Ελλάδα είναι 4η στη σχετική κατάταξη των χωρών σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύτερο ρυθμό (14% του συνόλου), γεγονός που καθυστερεί την πραγματοποίηση επενδυτικών δαπανών.
Για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό και να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πρέπει να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων. Ταυτόχρονα όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν τη λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.
Οι μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και θα διευκολύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό με τη σειρά του θα συμβάλει στην υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών, που θα επιτρέψουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και έντασης γνώσης. Το αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της συνολικής παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία.
Αποφασιστικός παράγοντας για την αύξηση των επενδύσεων και την επίτευξη ταχύτερης ανάπτυξης είναι ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που μπορεί να παρέχει χρηματοδότηση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Την τελευταία δεκαετία έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος ως προς την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Ειδικότερα, έχουν βελτιωθεί η κερδοφορία, η ρευστότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια και η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ενώ έχει επίσης προχωρήσει η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος, μεταξύ άλλων με την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών και τη μείωση των ΜΕΔ τους ώστε να συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εξάλλου, η περαιτέρω ενίσχυση του ανταγωνισμού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη δημιουργία του λεγόμενου “πέμπτου πόλου” θα μπορούσε να βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης.
Η τραπεζική χρηματοδότηση των επενδυτικών αναγκών των επιχειρήσεων θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω με τη χρήση όλων των εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως αυτών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (EAT) και του RRF.
Εκτός από την τραπεζική χρηματοδότηση, θα πρέπει να διερευνηθούν δυνατότητες χρήσης όλων των διαθέσιμων μορφών ιδιωτικής χρηματοδότησης των επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές. Τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capital), τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity), η συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding), οι επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels), οι επιταχυντές νεοφυών επιχειρήσεων (startup accelerators) και οι μικροχρηματοδοτήσεις (microfinance) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν διαθέτουν επαρκή πάγια στοιχεία ενεργητικού ως εξασφαλίσεις για τη λήψη τραπεζικών δανείων”.