Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Από την πρώτη στιγμή σύστασης αυτής της κυβέρνησης τίθεται επιτακτικότερα από κάθε άλλη φορά η ανάγκη συναίνεσης και στήριξης της νέας προσπάθειας. Μια πενταετία σκληρών αποφάσεων, δύσκολων επιλογών, βαρύτατων επιπτώσεων στην οικονομία και την κοινωνία ρίζωσαν περισσότερο στις καρδιές και λιγότερο στο νου την συλλογική ανάγκη για μια εναλλακτική διατύπωση της πραγματικότητας ακόμα κι αν είναι πλασματική και εν πολλοίς εικονική.
Η ομοθυμία στις κυβερνητικές πρακτικές δεν προβάλλεται ως ιδεολογική ταύτιση ή αποδοχή πρακτικότητας αλλά ως απαραίτητη απεμπόληση της ενοχικής συνταύτισης με όλες τις μνημονιακές αρχές λιτότητας. Αυτό είναι το επιχείρημα, όχι σαφώς προσδιορισμένο και ευθαρσώς εκπεφρασμένο, που χρησιμοποιούν ακόμα και πολιτικά πρόσωπα από τις πιο ασύνδετες μεταξύ τους καταβολές για να δικαιολογήσουν την θετική στάση απέναντι στο κυβερνητικό εγχείρημα.
Μόνο που είναι τεράστιο το άλμα από την ειλικρινή ευχή για το καλύτερο δυνατό εθνικό αποτέλεσμα, που όλοι θα έπρεπε να εύχονται για οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, και στην άκριτη αποδοχή πολιτικών και οικονομικών αρχών που εξυπηρετούν ιδεολογικές αγκυλώσεις και υπερφίαλες ασαφείς γενικεύσεις. Η κατανόηση στις επιμέρους συνέπειες μιας προηγούμενης πολιτικής δεν οδηγεί υποχρεωτικά στο να ενστερνιστείς ακόμα και ασυντόνιστες, σπασμωδικές αντιδράσεις ή αντικρουόμενες, παρορμητικές σκέψεις.
Η πρόσκληση προς άπαντες να μετατραπούν σε ιδεολογικούς λωτοφάγους και αυτοματοποιημένους χειροκροτητές στηρίζεται στην διαχρονική ομογενοποίηση της πολιτικής «διανόησης» γύρω από λαϊκίστικα αξιώματα που αντιμετωπίζουν τον πολίτη ως πελάτη. Αν σε αυτό προστεθεί και μια φαντασιακή εθνική μεγαλομανία, απότοκο της καπηλείας ενός ένδοξου ιστορικού παρελθόντος, κατασκευάζεται ένα παραπλανητικό πλαίσιο φαινομενικής δυναμικότητας που υποκρύπτει τη βαθιά φοβική σχέση με την ρεαλιστική διαχείριση της πραγματικότητας.
Τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αποφλοιώνονται του ιδεολογικού τους περιβλήματος, φορτίζονται με επικοινωνιακούς συναισθηματικούς χρωματισμούς και καθυποτάσσονται στη «βία» της θυματοποίησης και της αγίας αθωότητας. Η μυθοπλαστική αποχαύνωση απαιτεί μαζικό χειροκρότημα και άκριτη επιδοκιμασία ως πειστήριο προσχώρησης στην ιερή αυτοθυσία.
Η συναίνεση δεν επιτυγχάνεται ως επιβαλλόμενος καταναγκασμός πάνω σε αστήρικτες προθέσεις. Προκύπτει ως διεργασία διαρκούς διαβούλευσης και επισταμένης μελέτης όλων των παραγόντων που κατατείνει σε δημιουργική σύνθεση συμβατών προσεγγίσεων. Δεν εκστομίζεται με καταγγελτική φόρα για να συνοδευτεί ακόμα και με θεσμική ύβρη, ούτε προσδιορίζεται ως σύρσιμο του μετανοούντα στην νέα θεοκρατική αλήθεια. Προϋποθέτει τόλμη, σύνεση και διορατικότητα που δεν προσφέρονται μαζί με την μιντιακή προσποίηση του αλάθητου.