Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Είναι η δεύτερη φορά στο σύντομο τελευταίο χρονικό διάστημα που η Τουρκία αποτυγχάνει να εμπλέξει ενεργά στο πλευρό της τη Δύση σε ένα σημαντικό της διάβημα. Την πρώτη φορά, όταν κατέρριψε το ρωσικό αεροσκάφος, εισέπραξε τα στερεότυπα και καθιερωμένα λόγια συμπάθειας, αλλά ουδέν συγκεκριμένο. Αντίθετα, είδε τη Γαλλία να προσεγγίζει με τη Ρωσία, ενώ οι ρωσικές οικονομικές κυρώσεις και ο ρωσικός πόλεμος προπαγάνδας εναντίον της έχουν σοβαρές συνέπειες! Τη δεύτερη, με την εισβολή στρατευμάτων της στο Ιράκ μέχρι τη Μοσούλη, άρκεσε η αντίδραση του Ιράκ (που απείλησε με προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας) για να τα «μαζέψει», καθώς αυτή τη φορά αντιμετώπισε τη σιωπηλή αποδοκιμασία της Δύσης – διότι προφανώς δεν ήταν οι απειλές του αδύναμου Ιράκ που τη φόβισαν.
Η τακτική της δημιουργίας τετελεσμένων ώστε να υποχρεωθούν κάποιοι που ανήκουν με την ευρύτερη έννοια στο ίδιο στρατόπεδο να συμπαραταχθούν με αυτόν που προκαλεί τα τετελεσμένα, είναι γνωστή και σχεδόν τυπική στις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, είναι επίσης γνωστό ότι συχνά αποτυγχάνει. Η πιο πρόσφατη περίπτωση μεγαλειώδους τέτοιας αποτυχίας, που έχει γίνει το διαχρονικό διεθνές αντιπαράδειγμα για τους… τολμηρούς, ήταν η προέλαση των γεωργιανών στρατευμάτων στις ρωσόφωνες περιοχές της Ν. Οσετίας και της Αμπαχαζίας που είχαν κηρύξει την ανεξαρτησία τους, τον Αύγουστο του 2008. Ο τότε πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι, υπερεκτιμώντας τις στρατιωτικές του δυνατότητες αλλά και τις δυνατότητες και την προθυμία της Δύσης να τον βοηθήσουν στο στρατιωτικό του διάβημα, βρέθηκε μόνος με το «θηρίο», με αποτέλεσμα οι στρατιωτικές του δυνάμεις να συντριβούν από το ρωσικό στρατό, η Ν. Οσετία και Αμπαχαζία να ανεξαρτητοποιηθούν τελεσίδικα και η Ρωσία να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία τους.
Ασφαλώς η Τουρκία δεν είναι Γεωργία και ο Ερντογάν δεν είναι Σαακασβίλι. Όμως υπάρχουν δύο σημαντικές αναλογίες:
Πρώτο, και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα ήταν και είναι ο κίνδυνος «εθνικού ακρωτηριασμού», δηλαδή απόσχισης εθνικού εδάφους. Στην περίπτωση της Τουρκίας, πρόκειται για τον κίνδυνο απόσχισης του τουρκικού Κουρδιστάν στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ίδρυσης κουρδικού κράτους. Δεύτερο, και στις δύο περιπτώσεις η Δύση ήταν-είναι είτε διαιρεμένη είτε αδύναμη να αποσοβήσει το «μοιραίο».
Στην περίπτωση της Τουρκίας, μάλιστα, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, αφού είναι γνωστό ότι πολλές δυτικές δυνάμεις βλέπουν θετικά το ενδεχόμενο ίδρυσης κουρδικού κράτους – μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ, που συνέβαλαν με πολλούς τρόπους στο να σωθεί το Κομπάνι…
Για τις μεγάλες Δυτικές δυνάμεις δεν υπάρχει πλέον σχέδιο σταθεροποίησης της περιοχής έξω από την προοπτική δημιουργίας μικρών αλλά «εθνικά» ενιαίων κρατών. Από τη στιγμή που οι παλιές, πολυφυλετικές και πολυεθνοτικές «αυταρχικές δημοκρατίες» του Σαντάμ Χουσεΐν και του πατρός Άσαντ διαλύθηκαν οριστικά με αποτέλεσμα τις διάφορες εθνότητες, φυλές και θρησκευτικές φράξιες να χωρίζουν πλέον ποτάμια αίματος, η μόνη προοπτική σταθεροποίησης είναι η δημιουργία ενός μικρότερου σιιτικού Ιράκ, ενός κουρδικού κράτους, μιας μικρότερης Συρίας των αλεβιτών και ενός κράτους των σουνιτών, με εδάφη τόσο του Ιράκ όσο και της Συρίας. Και αν υπάρχει ή υπήρξε μια «κρυφή γοητεία» σε κάποιες δυτικές ελίτ για το «χαλιφάτο» του ISIS, είναι γιατί βλέπουν σε αυτό τον μόνο «φυσικό» διαχειριστή του σουνιτικού κρατιδίου το οποίο είναι απαραίτητο στο παζλ που προαναφέραμε.
Μόνο που το όλο σχέδιο δοκιμάζεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ (που θέλουν το πρώτο βήμα του σχεδίου να είναι η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και το πέρασμα του μελλοντικού κρατιδίου στην επιρροή της Δύσης) και της Ρωσίας (που θέλει να παραμείνει το καθεστώς Άσαντ, έστω και χωρίς τον Άσαντ, ώστε να διατηρήσει τις μοναδικές 2 στρατιωτικές της βάσεις στο εξωτερικό και τη ναυτική πρόσβαση στην ανατολική Μεσόγειο). Αυτή η περιπλοκή ευθύνεται για το γεγονός ότι δεν μπορεί ακόμη να επιβληθεί μια διευθέτηση με τη δημιουργία μικρών «καθαρών» κρατιδίων στην περιοχή.
Επειδή λοιπόν δεν πρόκειται για «ιδιαίτερες προτιμήσεις» αλλά για ένα σχέδιο σταθεροποίησης που προσωρινά μόνο αντιμετωπίζει προβλήματα επιβολής, η Τουρκία ξέρει πως παίζει με το χρόνο, πως ό,τι πρέπει να κάνει, πρέπει να το κάνει τώρα, χωρίς καθυστέρηση. Γι’ αυτό και τα συνεχή της διαβήματα, που το ένα είναι πιο τυχοδιωκτικό από το άλλο. Θέλει να αξιοποιήσει τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Ρωσίας, για όσο αυτός διαρκεί αναστέλλοντας την οριστική διευθέτηση, με την ελπίδα ότι θα «εκτρέψει» το όλο σχέδιο. Και το γεγονός ότι αποτυγχάνει για δεύτερη φορά, είναι πολύ δυσοίωνο γι’ αυτήν.
Ο Ερντογάν έχει συγκεντρώσει στα χέρια του τόση εξουσία όση κανένας άλλος Τούρκος ηγέτης μετά τον Πόλεμο. Ωστόσο, όλο του το οικοδόμημα μπορεί να καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος αν δημιουργηθεί κουρδικό κράτος. Διότι, ακόμη και αν αυτό το κράτος περιλαμβάνει αρχικά μόνο το ιρακινό και συριακό Κουρδιστάν, θα ανοίξει μια «πληγή» με τις κουρδικές νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην απόσχισή τους. Η δημιουργία κουρδικού κράτους θα είναι για την Τουρκία ό,τι η Μικρασιατική Καταστροφή για την Ελλάδα ή έστω η κατάληψη του 1/3 της Κύπρου το 1974 – μια «εθνική καταστροφή».
Αυτό είναι που κάνει τις κινήσεις της τουρκικής ηγεσίας αγχώδεις και τυχοδιωκτικές. Αυτό το ίδιο είναι που κάνει τη Δύση να μην τις «συμμερίζεται» και εμμέσως πλην σαφώς να τις αποκηρύσσει. Υπ’ αυτούς τους όρους, η «μεγάλη ώρα» για την Τουρκία πλησιάζει…