Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Η κόντρα με την Εκκλησία είναι το τελευταίο πράγμα που είχε ανάγκη ο Τσίπρας αυτό το δύσκολο διάστημα. Αν ο Φίλης και όσοι συντάσσονται μαζί του, ένιωσαν την ανάγκη να επιδείξουν πιστοποιητικά «αριστεροσύνης», προσέφεραν κακές υπηρεσίες στην κυβέρνηση κι ο Τσίπρας το «μάζεψε» όπως – όπως. Μπορεί τώρα κάποιοι να συγκρίνουν και να λένε πως ο «λογιστής» Σημίτης τράβηξε την κόντρα που δεν τόλμησε ο Τσίπρας, αλλά θέλουν να ξεχνούν πως τότε η Ελλάδα ζούσε τη φούσκα της ευμάρειας και του καταναλωτισμού κι ήταν εύκολος στόχος η Εκκλησία. Σήμερα που η Εκκλησία ταΐζει καθημερινά χιλιάδες φτωχούς, αδύναμους, ανήμπορους και άστεγους ανθρώπους είναι τραγική ειρωνεία να δέχεται επίθεση κι αυτό να εμφανίζεται ως δήθεν … αριστερή πολιτική.
Η αφορμή ωστόσο αυτή της κόντρας που ήταν το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, σίγουρα είναι ένα θέμα που θα πρέπει να συζητηθεί. Αλλά σίγουρα όχι με τον «τσαμπουκά» που προσπάθησε να επιβάλλει ο Φίλης. Και είναι κρίμα να χαθεί μια καλή ευκαιρία για να γίνουν κάποιες αλλαγές, τις οποίες η εξέλιξη της ίδιας της ζωής επιβάλλει, ώστε το μάθημα των θρησκευτικών από πεδίο αντιπαράθεσης να γίνει πεδίο σύγκλισης.
Είναι αλήθεια πως η παγκοσμιοποίηση ήρθε για να μείνει. Ούτε την επιλέξαμε, ούτε θα μπορούσαμε να την αποφύγουμε. Αυτό σημαίνει πως το εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενές κράτος που ήταν η Ελλάδα μέχρι και πριν από δυο δεκαετίες, μοιραία θα μεταλλάσσεται σε μια κοινωνία η οποία θα είναι όλο και πιο πολυφυλετική, πολυθρησκευτική, πολυπολιτισμική, κλπ. Αυτό δεν μπορούμε να υποκριθούμε πως δεν το βλέπουμε.
Θα μπορούσε λοιπόν το μάθημα των θρησκευτικών να συμβάλλει σε δυο κατευθύνσεις. Πρώτον, να βοηθήσει τα παιδιά των προσφύγων και μεταναστών να κατανοήσουν τη θρησκεία που επικρατεί στη χώρα που τα φιλοξενεί, δηλαδή την Ορθοδοξία, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για την ομαλή κοινωνική τους ένταξη. Δεν μιλάμε για προσηλυτισμό, και θα ήταν ανεπίτρεπτο να γίνει κάτι τέτοιο μέσα σε μια σχολική τάξη. Αλλά σε αυτό δεν διαφωνεί κανένας, ούτε η Εκκλησία έδειξε ποτέ τέτοια πρόθεση. Μιλάμε όμως για κατανόηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων αυτής της χώρας. Δεν είναι σημαντικό για ένα προσφυγόπουλο να ξέρει σε ποια κοινωνία εντάσσεται, ποιες αξίες και ποιες παραδόσεις πρέπει να γίνονται σεβαστές;
Δεύτερον, θα βοηθούσε επίσης το μάθημα των θρησκευτικών να καταλάβουν τα ελληνόπουλα τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των νέων συμμαθητών τους. Είναι και γι αυτά εξαιρετικά χρήσιμο να κατανοήσουν το «πιστεύω» των παιδιών που εκ των πραγμάτων πλέον θα ζούν μαζί τους. Και θα προετοιμάζονται έτσι τα ελληνόπουλα για να αντιληφθούν τη «μεγάλη εικόνα» του κόσμου, την οποία άλλωστε θα κληθούν να ζήσουν φεύγοντας από τη χώρα είτε γα σπουδές, είτε για δουλειά, είτε και για τα δυο μαζί.
Άρα το μάθημα των θρησκευτικών θα μπορούσε και να έχει ως επίκεντρο την Ορθοδοξία και την παράδοσή της, όπως θέλει η Εκκλησία και ταυτόχρονα να είναι μια «κοινωνιολογία» των θρησκειών, όπως το επιβάλλουν οι νέες εκπαιδευτικές ανάγκες. Κι έτσι, θα ήταν πράγματι μάθημα ουσίας. Ενώ σήμερα δεν είναι. Είναι η ώρα του χαβαλέ και του εύκολου βαθμού που ανεβάζει τον γενικό μέσο όρο.
Το μάθημα των θρησκευτικών ως μάθημα ουσίας, θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό μεν, αλλά να εξαιρείται από βαθμολογία και εξετάσεις. Να γινόταν περισσότερο μια ευκαιρία συζήτησης και διαλόγου για θέματα που θα αφορούν τις αξίες, το ήθος, τον χαρακτήρα, το νόημα της ζωής. Αυτό σημαίνει πρωτίστως η έννοια «παιδεία» και είναι αυτό που τόσο λείπει σήμερα από τα σχολεία μας και είναι αυτό που θα απαιτηθεί για να είναι εφικτή η κοινωνική συμβίωση στις δεκαετίες που έρχονται.
Θα ήταν κρίμα λοιπόν το κυνήγι των πολιτικών εντυπώσεων και η «βαθμοθηρία» στην αριστεροσύνη (ενόψει και συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ), να στερήσουν από την χώρα την ευκαιρία από το να ξαναβάλει μέσα στα σχολεία της την ουσία της παιδείας, σε μια στιγμή που η κοινωνία αλλάζει. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να παρακολουθεί τις αλλαγές αυτές αδρανές κι αμέτοχο, να μην έχει απαντήσεις, να μην εκπληρώνει την αποστολή του και παρ’ όλα αυτά να συντηρείται από τα χρήματα του σκληρά φορολογούμενου πολίτη.