Γράφει ο Ζαχαρίας Λουδάρος
Follow @LOUDPLUS
O μαρξισμός ως ένα οργανωμένο σύστημα θεωρίας και πράξης έχει πάψει από χρόνια να με ενδιαφέρει. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη σκέψη του Μαρξ. Τηρουμένων των αναλογιών, ο χριστιανισμός σαν θρησκεία δεν μου λέει τίποτα περισσότερο από την υποκρισία που συναντάται σε κάθε ιεραρχικά οργανωμένη θρησκεία. Δεν συμβαίνει ασφαλώς το ίδιο με τον Χριστό.
Αν ο Μαρξ δεν ήταν μία φορά μαρξιστής, ο Χριστός δεν ήταν χριστιανός, ούτε μία στο τρισεκατομμύριο. Και για να προσθέσουμε έναν τρίτο στην «παρέα», ο Αϊνστάιν φαντάζομαι πόσο θα μισούσε τον αρτηριοσκληρωτικό θετικισμό της ακαδημαϊκής επιστήμης, αποδομώντας την στην ουσία της, με τον αδυσώπητο αφορισμό του «πως η φαντασία είναι πιο σημαντική από τη γνώση».
Έκανα αυτή την κάπως μακροσκελή εισαγωγή προκειμένου να τονίσω πως βρίσκω εξαιρετικά βαρετό τον καυγά του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με τις μαρξιστικές εμμονές του Φίλη, διότι στερείται παντελώς φαντασίας. Μου θυμίζουν έφηβους της δεκαετίας του 80 που πήγαιναν στις τουαλέτες των λυκείων και μετρούσαν τα «πουλάκια» τους για να διαπιστώσουν ποιος το έχει πιο μεγάλο…
Οι δυο αυτοί άντρες είναι επιφορτισμένοι με ένα έργο που αφορά την πνευματικότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Κι αποτυγχάνουν και οι δυο στην αποστολή τους, καθότι αποδεικνύονται εκφραστές συστημάτων που έχουν πάψει προ πολλού να έχουν το παραμικρό νόημα, τουλάχιστον για τις γενιές που θα ζήσουν το μέλλον αυτού του τόπου.
Αναμετρώνται χωρίς να αντιλαμβάνονται πως τους έχουν γυρισμένη την πλάτη αυτοί στους οποίους απευθύνονται πρωτίστως. Οι νέες γενιές.
Αν είχαν σταθεί στο ύψος της τραγικότητας των περιστάσεων που βιώνει αυτή τη στιγμή η ελληνική κοινωνία, θα έκαναν κάτι περισσότερο από το να στήνουν εγωιστικούς καυγάδες, και θα εργάζονταν με αληθινό πνεύμα προσφοράς και αγώνα για την υπέρβαση της βαθιάς κρίσης που διαπερνά κάθε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό και ηθικό αρμό της.
Αντ’ αυτού παρακολουθούμε έναν «πιασάρικο» διπολισμό, ώστε ο καθένας τους να παριστάνει τον «ήρωα» στο δικό του επικοινωνιακό ακροατήριο. Διεκδικούν δάφνες, τη στιγμή που δεν κάνουν τίποτα σπουδαίο για το πραγματικό καθήκον τους που είναι η πνευματική ανασύνταξη μιας ολόκληρης κοινωνίας για να αντιμετωπίσει τις κατακλυσμιαίες αλλαγές που συμβαίνουν εντός της αλλά και γύρω της.
Αυτό που αντιλαμβάνεται ακόμη και μια μέση συνείδηση στη χώρα αυτή είναι η αίσθηση πως όλα τα ιστορικά δράματα παίχτηκαν και τώρα αναμένουμε αμήχανοι μια λύση. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Συμβαίνει παντού στην Ευρώπη. Συμβαίνει παντού στον κόσμο. Γι αυτό και η τόσο έντονη αίσθηση του κενού δημιουργεί μια ανυπόφορη ναυτία, όπως αυτή που έχει περιγράψει ο Σαρτρ. Και για να διασκεδάσουμε τη ναυτία στήνουμε «καυγάδες», διότι στο τέλος τέλος ποιον χριστιανισμό να υπερασπιστεί ο Αρχιεπίσκοπος και ποιον μαρξισμό ο Υπουργός; Αυτούς που κατά τους αιώνες οδήγησαν τεράστια πλήθη ανθρώπων στις πιο ταπεινωτικές συνθήκες της ύπαρξης και έγιναν φονικές μηχανές για τις ανάγκες της ιστορικής… επαγγελίας; Να γεμίσουμε το κενό παίζοντας άλλη μια φορά το ίδιο έργο για να απολαύσουν όσοι απομείνουν τον…. Παράδεισο;
Θα άξιζε σε πνευματικούς ταγούς να φανταστούν κάτι περισσότερο από αυτό. Και μάλιστα αυτό που θα φαντάζονταν θα έπρεπε να έχει και ηθικό πρόσημο, να διευρύνει δηλαδή την ελευθερία και τη δικαιοσύνη αφού υποτίθεται πως και οι δυο, αυτές τις αξίες πρεσβεύουν θεωρητικά τουλάχιστον. Να αναδείξουν αυτές τις δύο αξίες ως υπέρτατες πνευματικές αξίες που μπορούν να κρατήσουν όρθια μια κοινωνία τη στιγμή που κλυδωνίζεται, καθώς είναι ξέπνοη, δεν έχει πνεύμα και γι αυτό δεν μπορεί να φανταστεί ένα αξιοβίωτο μέλλον για τα παιδιά της. Αλλά τι μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε, αν δεν ξέρει πρώτα ποιος πραγματικά είναι; Πρακτικά τίποτα.
Η μεγάλη αποκάλυψη του Χριστού στον κόσμο ήταν ακριβώς πως ο Θεός είναι πνεύμα και μόνον πνευματικά μπορεί να λατρεύεται. Δεν χρειάζεται ούτε ιερούς τόπους, ούτε ιερούς τρόπους. Μόνο πνεύμα αλήθειας. Και πνεύμα αλήθειας είναι αυτό που έχει την απάντηση στην ερώτησή μας: «Ποιος είμαι;». Αυτό δεν μπορεί να το απαντήσει κανένας μόνος του. Μπορεί να απαντηθεί μόνο σε σχέση με τον Άλλο. Στη συνάντηση με τον Άλλο και τα δύο συστήματα που απέτυχαν, πρόταξαν την επιλογή του Πολέμου. Η ιστορική αποτυχία τους δεν σημαίνει πως το κενό που άφησαν δεν μπορεί να το γεμίσει η εναλλακτική επιλογή. Δηλαδή στη συνάντηση με τον Άλλο, να εκφραστεί η Αγάπη.
Θα αξίωνα, λοιπόν, από άξιους λειτουργούς να καθίσουν μαζί και από κοινού να δημιουργήσουν την «πολιτική ατζέντα της Αγάπης». Να ανοίξουνε ζητήματα και θέματα για το πώς θα ξεπεράσουμε προκαταλήψεις, διακρίσεις, στερεότυπα που αφορούν στον Άλλο. Στον Άλλο του χρώματος, της φυλής, της εθνότητας, της κοινωνικής τάξης, του φύλου, της ηλικίας, της σωματικής ή ψυχικής ιδιαιτερότητας. Όπως ακριβώς έκανε ο Χριστός, ξεπερνώντας όλες τις διακρίσεις και τα στερεότυπα της εποχής του για να ζητήσει να πιει νερό από τα χέρια μιας Σαμαρείτιδας με άτακτο βίο για την εποχή, καθώς είχαν περάσει πέντε άντρες από το κρεβάτι της και συζούσε με έναν ακόμη ανύπαντρη. Μείνανε «παγωτό» οι μαθητές, μόλις την είδαν να μιλάει με τον Δάσκαλο. Αλλά αυτό το πνευματικό σοκ είναι η μεγάλη ιστορική ευθύνη κάθε Δασκάλου.
Στην περίπτωσή μας, οι δυο θεσμικές κορυφές που αφορούν στο πνεύμα, κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Περιχαρακώνουν το «μαντρί» που ταΐζουν με το «σανό» της ελληνοορθοδοξίας οι μεν και του χαζοχαρούμενου κοσμοπολιτισμού οι δε. Μοιραίοι και άβουλοι. Θλιβεροί εκπρόσωποι της πνευματικής παρακμής που εκπροσωπούν έτσι ανεβασμένοι στους θώκους της εξουσίας τους. Εκκλησίες και σχολεία χωρίς απαντήσεις στη σύγχρονη απόγνωση. Κι όμως είμαι βέβαιος πως και οι δυο αισθάνονται πως κάνουν το καλύτερο για τους εαυτούς τους και τις ιδεοληψίες τους, αγνοώντας είτε σκόπιμα, είτε ηθελημένα πως «η έσχατη πλάνη είναι χειρότερη της πρώτης». Θα έλεγα πως τους βρίσκω τόσο καταστροφικά «ταιριαστούς». Με την πνευματική έννοια, πάντα…
Απέναντι στον κίνδυνο του φανατισμού και του ολοκληρωτισμού αλλά και απέναντι στον κίνδυνο ενός καταναλωτικού υλισμού που μας απανθρωπίζει, όπως επισημαίνει ένας σύγχρονός μας φιλόσοφος, ο Frederic Lenoir, ο κόσμος μας έχει την ανάγκη από μια ανθρωπιστική αναγέννηση που θα συνενώνει όλους εκείνους που πιστεύουν στην αξιοπρέπεια και την ελευθερία του ανθρώπινου προσώπου.
Η Ελλάδα, αν σεβόταν στο ελάχιστο την παράδοση και την κληρονομιά της, θα μπορούσε να παίξει πολύ ενεργητικότερο ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Αλλά προφανώς όχι με έναν Αρχιεπίσκοπο κι έναν Υπουργό…