Γράφει ο Ηλίας Πεντάζος*
Η πανδημία του «ιού» όπως εξελίσσεται, θα κλονίζει μέρα με τη μέρα όλο και πιο βαθιά την εμπιστοσύνη των κοινωνιών στους υπάρχοντες θεσμούς, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο.
Πολλοί παρομοιάζουν την κατάσταση με συνθήκες πολέμου, αλλά μάλλον η σύγκριση δεν είναι η ενδεδειγμένη. Στον πόλεμο είναι το κράτος εκείνο που προωθεί την μαζική κινητοποίηση όλων των μέσων του παραγωγικού ιστού, ενώ σήμερα το ίδιο κράτος, αντιμετωπίζοντας μια πρωτοφανή υγειονομική απειλή, υποχρεώνει (και σωστά) σε μια μαζική, αναστολή (πάγωμα) των παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Σε χώρες όπως η δική μας το πλήγμα είναι ισχυρότερο, διότι εξαρτώμεθα βασικά από τον τομέα των υπηρεσιών (περίπου 3/4 του ΑΕΠ) και κυρίως από το κύριο συστατικό του τον τουρισμό, που βασίζεται αφενός στη διαπροσωπική επικοινωνία και αφετέρου αντιπροσωπεύει από μόνος του σχεδόν το 1/3 του συνολικού ΑΕΠ.
Η σημερινή κατάσταση θυμίζει για πολλούς περισσότερο το σταμάτημα της λειτουργίας της γερμανικής παραγωγικής μηχανής, ως επακόλουθο της ήττας και της καταστροφής το 1945 και που η αναβίωση της δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την σύλληψη και εκτέλεση από την Αμερική του σχεδίου Μάρσαλ, που οικοδόμησε σχεδόν από το μηδέν την γερμανική αλλά και τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες από τα ερείπια του πολέμου.
Σήμερα η Αμερική, μέσω κυβέρνησης και FED, δημιουργεί ένα φαραωνικό νέο “σχέδιο Μάρσαλ” για να γιατρέψει τις δικές της πληγές από τις επιπτώσεις της πανδημίας, συνολικού ύψους 4.3 τρις δολ (20.0 % του ΑΕΠ). Μένει λοιπόν στην ίδια την Ευρώπη να βρει τα μέσα να στηρίξει τα κράτη της και τις οικονομίες τους. Το δυστύχημα είναι ότι μέχρι τώρα αυτό δεν έχει συμβεί. Η στενόκαρδη, μικρόνοη και μυωπική προσέγγιση αρκετών κρατών-μελών, εμπόδισε την Ευρώπη σε πρώτο στάδιο να σπεύσει να στηρίξει την πρώτη παθούσα Ιταλία, να αναγνωρίσει ότι πρόκειται για πανευρωπαϊκό πλήγμα και να υιοθετήσει μία κοινή πολιτική ελέγχου της πανδημίας.
Σε δεύτερο στάδιο τα ίδια κράτη–μέλη τάσσονται κατά της έκδοσης κοινού “ομολόγου” για να μην επιμερισθούν το κόστος με τους Νότιους και προτείνουν συμβατικά “εργαλεία” τύπου ESM και ΕΚΤ, με χρηματοδότηση 0.5 τρις. Ευρώ, όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι χρειάζονται τουλάχιστον τα τριπλάσια. Τα “εργαλεία” αυτά, ίσως επαρκέσουν για να αποφύγουμε μια νέα κρίση κρατικού χρέους, αλλά το μέγα ερώτημα είναι, αν ούτε σε αυτή την πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα θανατηφόρα κρίση, δεν επικρατήσει η ψυχρή λογική και δεν επιμεριστεί ο κίνδυνος, πότε θα γίνει αυτό? Να οδηγηθούμε λοιπόν στο.. “μάλλον ποτέ”?… μα αν το δεχθούμε, τότε αυτόματα προβάλλει το προφανές… τι νόημα έχει να ανήκουμε σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο εθνοκεντρικός ατομισμός δεν αφήνει καμία δυνατότητα συλλογικής πρωτοβουλίας για καταπολέμηση όποιας συμμετρικής ή ασύμμετρης κρίσης ήθελε εμφανιστεί στη ζωή μας.
Δυστυχώς, παρά τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις (που γίνονται για να τηρούνται τα προσχήματα) η βοήθεια που ανακοινώθηκε από τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες είναι ελάχιστη και το βάρος στήριξης των οικονομιών θα πέσει στους ώμους του κρατικού προϋπολογισμού. Όμως εδώ ζούμε και ξέρουμε τις δυνατότητες του. Τα χρήματα είναι περιορισμένα. Είναι ουτοπία να περιμένουμε τα πάντα από το κρατικό ταμείο. Η πίεση που υφιστάμεθα στον δημοσιονομικό μας χώρο, δεν επιτρέπει την ενίσχυση εταιρειών και δραστηριοτήτων με την άνεση που διαθέτουν οι χώρες του Βορρά.
Η χώρα είναι ευάλωτη σε εξωτερικές απειλές (αμφισβήτηση συνόρων, λαθρομετανάστευση) και επείγοντα εσωτερικά προβλήματα (μη εξυπηρετούμενα δάνεια). Βέβαια το τελευταίο δεν είναι πρωτεύον τώρα. Πρωτεύον είναι να παραμείνουν σε ενεργή δραστηριότητα επιχειρήσεις και εργαζόμενοι και αυτό θα γίνει μόνο αν η κυβέρνηση έστω και αυτά τα περιορισμένα κονδύλια που θα τεθούν στη διάθεση της, αποφασίσει να τα διαχειριστεί η ίδια, χρησιμοποιώντας τις τράπεζες ως διαμεσολαβητικό εργαλείο, όπου επιτόκια, προμήθειες, τέλη παράβολα θα κανονίζονται από ένα κεντρικό όργανο του Υπουργείου Οικονομικών.
Οι συστημικές τράπεζες στη χώρα μας έχουν τις δικές τους επιχειρησιακές προτεραιότητες που ίσως αυτή τη στιγμή να μην συμπίπτουν απόλυτα με την εθνική προτεραιότητα που έχει η εκλεγμένη κυβέρνηση να οδηγήσει την εθνική οικονομία σε επανεκκίνηση. Διότι πιθανή αποτυχία στη λήψη των σωστών μέτρων δεν θα χρεωθεί στις τράπεζες αλλά στην κυβερνητική ηγεσία, την οποία θα παραμονεύουν σε κάθε απόφαση οι σειρήνες του λαϊκισμού και της ανέξοδης παροχολογίας της αντιπολίτευσης.
* Ο κ. Ηλίας Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. γ.γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών.