Γράφει ο Αλέξανδρος Κ. Παπαναστασίου
Ανατρέχοντας στους κλασσικούς του διαλεκτικού υλισμού και στην παλαιά μαρξική- και όχι «μαρξιστική», όπως λανθασμένα έχει επικρατήσει- προσέγγιση της έλλογης αριστερής σκέψης, η υλική βάση καθορίζει το εποικοδόμημα. Με πιο απλά λόγια, ο τρόπος διαμόρφωσης της οικονομίας και οι κυρίαρχες δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής τείνουν να επηρεάζουν, ιστορικά και κατ’αντιστοιχία, τη μορφή του κράτους, τους θεσμούς, την πολιτική εξουσία, το σύστημα και τις ηγεσίες του, τη γενικότερη κουλτούρα κάθε κοινωνίας. Η γενική αυτή διαπίστωση δεν αναιρείται ούτε και από όσους αντιδογματικούς αριστερούς υποστηρίζουν (και σωστά) τη σχετική και μόνον αυτονομία του εποικοδομήματος.
Γιατί όμως και σήμερα αυτή η συζήτηση; Πόσο επίκαιρη μπορεί να φαίνεται μια τέτοια αναδρομή στις παραδόσεις; Mα γιατί επιστροφή στις ρίζες είναι και επιστροφή στο πάντα. Ποτέ, άλλωστε, μια κριτική θεωρία δεν χάνει το διδακτικό της περιεχόμενο. Αρκεί να χρησιμοποιούνται διαχρονικά σωστά η επιστημονική μέθοδος και τα ερμηνευτικά της εργαλεία. Όχι απλά για να φιλοσοφούμε ερμηνεύοντας με διάφορους τρόπους τον κόσμο, αλλά γιατί πρέπει και να τον αλλάζουμε (για να θυμηθούμε ως πρόταγμα την πάντα επίκαιρη 11η θέση στον Feuerbach).
Η παραπάνω προσέγγιση βρίσκει την τραγική της επιβεβαίωση στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων. Η οικονομική δομή της χώρας έχει υποστεί βαθύ πλήγμα και ανατροπές. Η αντανάκλασή τους στο εποικοδόμημα, με τις ρωγμές που έχει επιφέρει, είναι ιδιαίτερα εμφανής. Εστιάζοντας μόνο σ’ένα τμήμα του, σ’αυτό που αναφέρεται στο πολιτικό σύστημα και τους κομματικούς σχηματισμούς, οι ανακατατάξεις είναι ήδη ραγδαίες. Ενδεικτικά τα αποτελέσματα των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις και εξελίξεις. Η συνεχώς διευρυνόμενη πτωχοποίηση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού και η διαφαινόμενη ανθρωπιστική κρίση προμηνύουν σαρωτικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Όμως η διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας και μετάβασης στους νέους συσχετισμούς μέχρι και την παγίωσή τους θα είναι σχετικά μακρά.
Όσο η διαχείριση του μνημονίου από την τρικομματική συγκυβέρνηση παραμένει αυτοσκοπός χωρίς να εντάσσεται σ’ένα ευρύτερο εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, η λανθασμένη συνταγή της μονόπλευρης λιτότητας θα βαθαίνει την ύφεση καθιστώντας ούτως ή άλλως προβληματική την κάλυψη των ελλειμμάτων και την εξυπηρέτηση του χρέους. Όσο συνεχίζεται η αυτοπαγίδευση της χώρας τόσο περισσότερο το παραδοσιακό σύστημα εξουσίας θα αποστερείται ασφαλιστικών δικλίδων για αποσυμπίεση και εκτόνωση της διογκούμενης δυσαρέσκειας και κατακραυγής της κοινωνίας. Η κρίση της πολιτικής και όσων από τα πολιτικά πρόσωπα ευθύνονται γι’αυτήν δεν θα πρέπει όμως να μετατραπεί και σε κρίση της δημοκρατίας.
Ατυχής η παρούσα ιστορική συγκυρία: μεγάλα τα προβλήματα, μικρές οι ηγεσίες. Η συγκρότηση οικουμενικού σχήματος (τεκμαρτής κοινωνικής συναίνεσης) με γενναίο μεταρρυθμιστικό και σταθεροποιητικό πρόγραμμα, όπως απαιτούσαν οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης, κατέστη δυστυχώς ανέφικτη. Καμμία μεγάλη μεταρρύθμιση δεν είναι δυνατή χωρίς μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες. Κατά μείζονα λόγο μάλιστα, όταν διακυβεύεται η σωτηρία της χώρας από χρεωκοπία και η θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, το πρωτόγνωρο για τα ήθη του τόπου εγχείρημα του συγκεκριμένου τρικομματικού σχηματισμού γίνεται απλώς ανεκτό (για πόσο ακόμη;) αδυνατώντας να εμπνεύσει την πάσχουσα κοινωνία.
Υπάρχει άλλη εναλλακτική διέξοδος; Μήπως «ήλθε η ώρα της Αριστεράς», κατά το πάγιο πλέον σύνθημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Ούτως ή άλλως, αναπαλαίωση του πελατειακού μεταπολιτευτικού μοντέλου, που οδήγησε σταδιακά στη σημερινή κρίση, είναι εκ των πραγμάτων καταδικασμένη να αποτύχει. Δεν μπορείς να κτίσεις το καινούργιο με παλαιά υλικά αλλά ούτε και με παλαιές πρακτικές. Η διαπίστωση απευθύνεται σε όλη την κλίμακα του πολιτικού φάσματος από την άκρα Δεξιά έως και την άκρα Αριστερά. Άλλωστε, άλλο ήταν το κράτος παροχών (που ασμένως όλοι βιώσαμε λίγο ως πολύ) και άλλο είναι το κοινωνικό κράτος (που μακάρι να το είχαμε βιώσει, αλλά ατυχήσαμε, γιατί προϋποθέτει ισχυρούς θεσμούς και οικονομία χωρίς στρεβλώσεις).
Ζητούμενο σήμερα είναι η χειραφέτηση της ίδιας της κοινωνίας και όχι η χειραγώγησή της από ένα νέο λαϊκισμό. Και πάνω απ’όλα η χειραφέτηση από τις αυταπάτες και από φρούδες υποσχέσεις. Ως γνωστόν, η Ιστορία επαναλαμβάνεται μόνον ως φάρσα και ο λαός που ξεχνά το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει. Ποιά Αριστερά όμως μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες ως πολιτικό υποκείμενο με αποτελεσματικό καθοδηγητικό και αξιόπιστο ρόλο; Που να είναι εξοπλισμένη και με τα προαπαιτούμενα εχέγγυα κυβερνησιμότητας; Αυτή είναι μόνο μια έλλογη Αριστερά που θα μπορεί να απορροφά και να μετατρέπει τον τιμωρητικό χαρακτήρα της λαϊκής αγανάκτησης σε πολιτική συνείδηση και υπεύθυνη στάση. Που θα αντιμάχεται να μετατραπεί, κατά μεγάλο τμήμα της, σε απλή ψηφοθηρική χοάνη και καταφύγιο δυσαρεστημένων εν γένει πολιτών ή απογοητευμένων (ίσως και καιροσκόπων) στελεχών άλλων πολιτικών χώρων. Η κατηγορία αυτή των μη συνειδητών και ευκαιριακών υποστηρικτών θα πρέπει να ενσωματωθεί με έντονη προσπάθεια, γιατί εύκολα μπορεί είτε να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του χώρου υποδοχής είτε πάλι να μετακινηθεί αλλού, εάν τυχόν διαψευσθεί στις προσδοκίες της.
Ισχυρή, λοιπόν, Αριστερά θα γίνει μόνον μία ευρεία και πάντα δημοκρατική Αριστερά, που για να είναι νικηφόρα και με διάρκεια, θα μπορεί να επιβάλλει στις τάξεις και τη στάση της την πολιτική ηγεμονία του ορθού λόγου. Ο γνήσιος ριζοσπαστισμός δεν σχετίζεται με μία Αριστερά του παρορμητισμού, της κυκλοθυμίας και του απλού καταγγελτικού λόγου. Ο βολονταρισμός, η επιβολή της βουλησιαρχίας πάνω στη σκέψη, δεν φέρνει από μόνος του την ανατροπή. Ο σεχταρισμός στο όνομα δήθεν της ιδεολογικής καθαρότητας ακυρώνει κάθε προοπτική κυβερνώσας πλειοψηφίας. Αυτό επιβεβαιώνει άλλωστε και η μέχρι σήμερα πρακτική των «παλαιοημερολογιτών» του παραδοσιακού δογματικού χώρου που διαρκώς συρρικνώνεται. Απαιτείται αντίθετα κουλτούρα οικοδόμησης συμμαχιών από μία μεγάλη Αριστερά των μεταρρυθμίσεων και των διαδοχικών ρήξεων και όχι των μετωπικών συγκρούσεων, ώστε κάθε φορά να αγωνίζεται από καλύτερες θέσεις εξασφαλίζοντας ευνοϊκότερους γι’αυτήν συσχετισμούς.
Γι’αυτήν την Αριστερά, που δεν θα επιδιώκει να είναι απλώς αρεστή αλλά κυρίως χρήσιμη, ο δρόμος, όπως προείπα, θα είναι μακρύς. Οι διεργασίες όμως για την ίδρυσή της αναπόφευκτες.