Αγνοώντας τον Αμερικανό πρόεδρο, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ επέβαλε μια σημαντική αλλαγή στη σχέση των δύο χωρών
Του Andrew Feinberg
Η σχέση του προέδρου Τζο Μπάιντεν και του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα θερμή, αλλά μέχρι αυτή την εβδομάδα μπορούσε κανείς να πει με αρκετή σιγουριά ότι η δυσλειτουργική προσωπική τους σχέση θα έμπαινε σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την ιστορική συμμαχία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ. Όχι πια.
Ο κ. Νετανιάχου, ο μακροβιότερος επικεφαλής κυβέρνησης στα 75 χρόνια κρατικής υπόστασης του Ισραήλ, είχε βιώσει ένα είδος ψυχρής αντιμετώπισης από τον κ. Μπάιντεν μετά την επιστροφή του στην κυβέρνηση. Ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν επιφυλακτικός απέναντι στον Ισραηλινό ομόλογό του, λόγω των προσπαθειών του κ. Νετανιάχου και του κόμματος Λικούντ να αναμορφώσουν το δικαστικό σώμα του Ισραήλ σε μια πιο πολιτική, πιο υποχωρητική και λιγότερο ισχυρή οντότητα, που μοιάζει περισσότερο με την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν ή το πολωνικό δικαστικό σώμα υπό το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη.
Και η μακρά ιστορία του κ. Νετανιάχου να ανταγωνίζεται και να υπονομεύει τους Αμερικανούς ηγέτες που εκλέγονται από το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν γνωστή. Τότε πραγματοποιήθηκαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. Η απόλυτη βιαιότητα της επίθεσης της Χαμάς και η υπαρξιακή απειλή για το Ισραήλ από τη στρατιωτική οργάνωση υπερίσχυσαν αυτού που οι συνεργάτες του Μπάιντεν περιέγραψαν ως υγιή σκεπτικισμό για τις προθέσεις του Ισραηλινού ηγέτη. Οι δύο ηγέτες ήρθαν λίγο πιο κοντά.
Η δεδομένη τάση του προέδρου να υποστηρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, λένε στενοί συνεργάτες του Μπάιντεν, υπερίσχυσε της πρότασης επιφανών Δημοκρατικών να υιοθετήσει μια πιο εμπλουτισμένη με ρεαλιστική πολιτική προσέγγιση στη σχέση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ισραήλ. Μια τέτοια στρατηγική θα οδηγούσε τον κ. Μπάιντεν σε πιο σκληρή γραμμή για τη Γάζα. Πολλοί στο κόμμα του κ. Μπάιντεν είχαν φανταστεί ότι ο πρόεδρος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική βοήθεια ως μοχλό πίεσης για να επιφέρει αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων στην περιοχή.
Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σημαντική απόκλιση από την αμερικανική πολιτική δεκαετιών. Αλλά θα ήταν επίσης πιο σύμφωνη με τις προτιμήσεις πολλών Αμερικανών ψηφοφόρων, οι οποίοι, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, υποστηρίζουν το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, αλλά δεν θέλουν επίσης να βλέπουν Παλαιστίνιους αμάχους να σκοτώνονται μαζικά.
Ο κ. Μπάιντεν, καλώς ή κακώς, είχε υπολογίσει ότι το να κάνει αυτό που εκτιμούσε ότι είναι το σωστό – να στηρίξει σθεναρά τις πολεμικές προσπάθειες του Ισραήλ – και όχι το πολιτικά σκόπιμο, θα απέδιδε στο τέλος καρπούς. Αλλά ο κ. Νετανιάχου του το κατέστησε αυτό αδύνατο.
Ο Ισραηλινός ηγέτης – ο οποίος αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει κατηγορίες για διαφθορά που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στη φυλακή αν παραιτούνταν από την εξουσία ή αν εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το αξίωμά του – επέλεξε να ακολουθήσει τη σκληρή γραμμή που προτιμούν οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές στους οποίους οφείλει την επιστροφή του στην πρωθυπουργία. Μεταξύ αυτών των ακραίων περιλαμβάνονται ορισμένοι υπουργοί που ζήτησαν την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας – και στη Δυτική Όχθη – υπέρ της επανεγκατάστασης Ισραηλινών Εβραίων.
Σε κάθε ευκαιρία, ο κ. Νετανιάχου έδειχνε ότι δεν σέβεται τον κ. Μπάιντεν, παρά το πολιτικό ρίσκο που πήρε ο Αμερικανός ηγέτης αγκαλιάζοντάς τον. Τώρα, αρνούμενος να ακούσει τη συμβουλή του προέδρου να μείνει έξω από τη Ράφα, ανάγκασε τον κ. Μπάιντεν να κάνει πίσω.
Ο κ. Μπάιντεν δήλωσε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης το βράδυ της Τετάρτης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα παράσχουν στο Ισραήλ τα είδη των όπλων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση μιας μαζικής σφαγής των κατοίκων στη Ράφα. Στη συνέντευξη, όπου ρωτήθηκε από την παρουσιάστρια του CNN Erin Burnett, ο κ. Biden παραδέχθηκε ότι ανέστειλε τις αποστολές βομβών και τόνισε πως ευχαρίστως βοηθάει το Ισραήλ να αμυνθεί, όχι όμως και να συνδράμει στο θάνατο αμάχων.
“Άμαχοι έχουν σκοτωθεί στη Γάζα ως συνέπεια αυτών των βομβών και άλλων τρόπων με τους οποίους επιτίθενται σε κατοικημένα κέντρα”, είπε, προσθέτοντας σε άλλο σημείο ότι “είναι απλά λάθος” να προκαλείται ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή. “Δεν απομακρυνόμαστε από την ασφάλεια του Ισραήλ. Απομακρυνόμαστε από την ικανότητα του Ισραήλ να διεξάγει πόλεμο σε αυτές τις περιοχές”, πρόσθεσε.
Ο όρος της βοήθειας προς τη χώρα αποτελεί σημαντική αλλαγή στρατηγικής. Ωστόσο, δημοσίως και οι δύο πλευρές συμπεριφέρονται σαν αυτή η εξέλιξη να είναι πολύς θόρυβος για το τίποτα. Σ’ ένα βίντεο που αναρτήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λίγο μετά τη συνέντευξη του κ. Μπάιντεν, ο κ. Νετανιάχου δήλωσε ότι “καμία πίεση” δεν θα “σταματήσει το Ισραήλ από το να υπερασπιστεί τον εαυτό του” και δήλωσε: “Εάν το Ισραήλ αναγκαστεί να σταθεί μόνο του, το Ισραήλ θα σταθεί μόνο του”.
Ο John Kirby, σύμβουλος επικοινωνίας για θέματα εθνικής ασφάλειας του κ. Μπάιντεν, δήλωσε ότι η πρόσφατη δήλωση του προέδρου δεν προμηνύει κάποια σημαντική αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ. Ο κ. Kirby δεσμεύτηκε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα “ξοδέψουν κάθε δεκάρα” από τη χρηματοδότηση που έχει προβλέψει το Κογκρέσο για την άμυνα του Ισραήλ.
Αλλά η ζημιά έχει γίνει. Αναγκάζοντας τον κ. Μπάιντεν να δηλώσει δημοσίως ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υποστηρίξουν μια μαζική εισβολή στη Ράφα, αφού προηγουμένως αγνόησε επιδεικτικά τις συμβουλές του, ο κ. Νετανιάχου άφησε τον Αμερικανό πρόεδρο να μετακινήσει την κοινή γνώμη. Έκανε τώρα πιθανό το ενδεχόμενο ο ίδιος ή οι διάδοχοί του να πρέπει να συμμορφωθούν με τους ίδιους κανόνες που ακολουθούν όλοι οι άλλοι όταν κάνουν χρήση των αμερικανικών όπλων.