Δυνατότητες σημαντικής ανάκαμψης το 2021 για την ελληνική οικονομία εκτιμά το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεση του, εάν δεν συμβεί μια έντονη κλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης.
Η ανάπτυξη θα προέλθει κυρίως από τη λειτουργία της μεγάλης πλειονότητας των κλάδων χωρίς προσκόμματα, τη σημαντική κλιμάκωση των επενδύσεων, χάρη και στους πρόσθετους πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και την ΕΚΤ, καθώς και από την αναθέρμανση του διεθνούς εμπορίου, που θα ευνοήσει κυρίως τις εξαγωγές υπηρεσιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ισχυρή αύξηση εξαγωγών (+16 έως +20%) και επενδύσεων (+15 έως +20%). Η ιδιωτική κατανάλωση θα ανακάμψει σημαντικά, κατά 3,5% έως 4,5%, ενώ η δημόσια κατανάλωση θα περιοριστεί, ύστερα από τις υψηλές έκτακτες δαπάνες το 2020 για την αντιμετώπιση του νέου κορονοϊού (-5,5 έως -7,0%). Η έντονη ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών θα συνοδευτεί από διεύρυνση και των εισαγωγών (+15%). Όμως, αναφέρει το ΙΟΒΕ, εάν συνεχιστεί και επιδεινωθεί έντονα η υγειονομική κρίση στη διάρκεια του χειμώνα (εναλλακτικό σενάριο προβλέψεων), πολλές από τις παραπάνω προοπτικές θα ανατραπούν. Ακολούθως, η πτώση του ΑΕΠ θα συνεχιστεί στο επόμενο έτος, με ρυθμό 2,5% έως 4%, ηπιότερο του αναμενόμενου για φέτος.
Ισχυρή ύφεση το 2020 στην Ελλάδα- Το ΑΕΠ θα υποχωρήσει με μέσο ρυθμό στην περιοχή του 8%
Το ΙΟΒΕ εκτιμά ισχυρή ύφεση για το 2020 λόγω των πρωτοφανών επιδράσεων της πανδημίας του νέου κορονοϊού. Οι έντονες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη διεθνή τουριστική κίνηση το καλοκαίρι, καθώς και του lockdown την άνοιξη στην επιχειρηματικότητα, ιδίως αυτή της παροχής τελικών υπηρεσιών, την απασχόληση και τις επενδύσεις, είναι οι πλέον καθοριστικοί παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος.
Ανασχετικά στην πτώση του ΑΕΠ επενεργούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, με ισχυρό όμως αντίκτυπο στο δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπό το βασικό σενάριο εξελίξεων, στο οποίο τα επιδημιολογικά δεδομένα εγχωρίως θα κυμαίνονται γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα στο υπόλοιπο του 2020 και το 2021, η ιδιωτική κατανάλωση θα εξασθενήσει φέτος κατά περίπου 6,5%. Αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση θα αυξηθεί ήπια, κατά 2-3%. Ιδιαίτερα ισχυρή εξασθένιση εξαγωγών, -23 έως -25%, από πτώση κυρίως των εξαγωγών υπηρεσιών (-42 έως -45%), η οποία θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τις λιγότερες εισαγωγές (-15 έως -17%). Συρρίκνωση επενδύσεων 6-7%. Υπό αυτές τις τάσεις το ΑΕΠ θα υποχωρήσει το 2020 με μέσο ρυθμό στην περιοχή του 8,0%.
Όπως ανέφερε επίσης, κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας συνυπάρχουν τρεις ισχυρές τάσεις: πρώτον όσες προκαλούνται από την τρέχουσα κρίση, δεύτερον η δυναμική που έχει δημιουργηθεί μετά την προηγούμενη δεκαετή προσαρμογή και τα αντίστοιχα τρία προγράμματα και τρίτον, η προσδοκία της στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως μέσα από το ειδικό ταμείο που δημιουργείται.
Στον τουρισμό το πλήγμα είναι ιδιαίτερα βαρύ. Η ζήτηση και η αντίστοιχη κερδοφορία μειώνονται έντονα και για επιχειρήσεις σε μια σειρά άλλων κλάδων που πλήττονται άμεσα από το υγειονομικό πρόβλημα, πρόσθεσε.
Οι εξαγωγές αγαθών, όμως, δείχνουν αξιοσημείωτη αντοχή, ενώ το κόστος χρηματοδότησης της χώρας διατηρείται χαμηλό ανέφερε ο κ. Βέττας. Ακρογωνιαίος λίθος για τη δημοσιονομική και τις λοιπές πολιτικές εγχωρίως, αποτελεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο που λειτουργεί σταθεροποιητικά. Αυτή είναι αναγκαία συνθήκη όχι όμως και επαρκής για να διατηρηθεί η αξιοπιστία των δημόσιων οικονομικών της χώρας προσεχώς. Ήδη από το επόμενο έτος, η οικονομία θα πρέπει να δείξει σχετικά υψηλότερη δυναμική, εκφραζόμενη σε υψηλότερες επενδύσεις και εξαγωγές, εκτίμησε επίσης.
Ο προγραμματισμός για το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης θα πρέπει να είναι κατάλληλα στοχευμένος. Οι πόροι δεν είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν για να ενδυναμωθεί το σημερινό παραγωγικό υπόδειγμα της οικονομίας αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να έχουν ρόλο υποστήριξης για τις απαραίτητες υποδομές και δομικές αλλαγές που θα εκφράσουν ένα νέο υπόδειγμα μιας περισσότερο ανοικτής οικονομίας, με ισχυρότερο ρόλο για τις επενδύσεις και εξαγωγές. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει, οι πόροι να κινητοποιήσουν πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις και ανθρώπινο κεφάλαιο, είπε ο κ. Βέττας.